Η διαχρονική διάσταση του ζητήματος προκύπτει άμεσα από τις κοινωνικές, πολιτικές αλλά και πολιτισμικές επιπτώσεις των ποσοτικά αλλά και, προϊόντος του χρόνου, ποιοτικά βαθιών αλλαγών στη δημογραφική σύνθεση της «Παλαιάς Ευρώπης», τις οποίες, ως έμμεσο προϊόν της πτώσης του κομμουνισμού και του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, προκάλεσε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των τελευταίων δύο δεκαετιών. Χωρίς αμφιβολία, η απότομη ανατροπή των δημογραφικών τους δεδομένων αιφνιδίασε τόσο τις κοινωνίες όσο και τις πολιτικές τους ηγεσίες. Παράλληλα όμως επηρέασαν βαθιά τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι εμπλεκόμενες κοινωνίες διαπραγματεύονται και συγκροτούν την ταυτότητά τους.

Ειδικότερα για την ελληνική κοινωνία, η ανατροπή αυτή και η συμπιεσμένη μετάβαση από τη μέγιστη πολιτισμική ομοιογένεια που προέκυψε από την ανταλλαγή πληθυσμών την οποία επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης σε μια εν πολλοίς πολυπολιτισμική πραγματικότητα, οι προκλήσεις αυτές, καθώς και τα πολιτικά και ηθικά διλήμματα που τις συνοδεύουν, υπήρξαν ιδιαίτερα αισθητές και σε γενικές γραμμές επώδυνες. Οι αντιδράσεις τις οποίες προκάλεσε η πρόσφατη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου που αποσκοπεί στην προαγωγή της ουσιαστικής και αμοιβαία επωφελούς ενσωμάτωσης κατηγοριών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και πολιτεία, αναδεικνύουν με ενάργεια τα προβλήματα καθώς και τα διλήμματα αυτά. Ταυτόχρονα όμως καθιστούν επιτακτικό έναν νηφάλιο και ορθολογικό δημόσιο διάλογο ικανό να οδηγήσει στην υιοθέτηση δημόσιων πολιτικών που θα συμβάλουν στην ουσιαστική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των διλημμάτων αυτών.

Κατ΄ ελάχιστον, ένας τέτοιος διάλογος οφείλει να λάβει υπόψη τις ακόλουθες κρίσιμες παραμέτρους: (α) σε ευθεία αντίθεση με τις δομικές αλλαγές που, από πλευράς πολιτικής, οικονομικής (παρά την τρέχουσα κρίση) και κοινωνικής, αλλά και της θέσης της στο διεθνές- ευρωπαϊκό σύστημα, έχουν καταστήσει την Ελλάδα του 2010 μια κοινωνία ποιοτικά διαφορετική από εκείνη του 1960, οι αλλαγές στο πολιτισμικό επίπεδο, που αφορούν νοοτροπίες, νοηματικούς χάρτες και στάσεις σχετικά με την ετερότητα, την ανοχή του «άλλου» κτλ.,

υστερούν εντυπωσιακά, (β) το «μεταπολιτευτικό» υπόδειγμα συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, καθώς και η πελατειακή λογική που το στηρίζει αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις για ορθολογική συγκρότηση και ανταγωνιστικότητα, (γ) η έντονη γήρανση του γηγενούς πληθυσμού δημιουργεί σοβαρά και μακροπρόθεσμα κοινωνικά, δημοσιοοικονομικά και πολιτικά προβλήματα, στα οποία η προτεινόμενη πολιτική λελογισμένης ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία μπορεί να δώσει μερική μεν, πλην όμως ουσιαστική και βιώσιμη απάντηση και, τέλος, (δ) η προϊούσα προσαρμογή της κοινωνίας μας στη λογική και στις αρχές που διέπουν τον νομικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και γενικότερα την ευρωπαϊκή έννομη τάξη δημιουργεί σταδιακά αλλά και αδήριτα ένα πολιτισμικό περιβάλλον υποστηρικτικό της λογικής του σεβασμού της ετερότητας και της ανοχής του άλλου, το οποίο αναπόφευκτα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η ελληνική ταυτότητα.

Ο κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος είναι ο διαμεσολαβητής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.