Ακτιβιστές διαμαρτύρονται στην Κοπεγχάγη κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή

Η πρόσφατη σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη ολοκληρώθηκε μέσα σε κλίμα απογοήτευσης καθώς δεν επιτεύχθηκε μια καθολική συμφωνία για τις περιβαλλοντικές πολιτικές, ειδικά για τις εκπομπές αερίων, μεταξύ κυρίως των μεγαλύτερων χωρών που αποτελούν τους κυριότερους «ρυπαντές» του πλανήτη. Ωστόσο, η συμμετοχή στη σύνοδο αυτών των χωρών, το παγκόσμιο ενδιαφέρον που προσείλκυσε αλλά και η μερική έστω αναθεώρηση της στάσης των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την προηγούμενη, πλήρως αρνητική, τοποθέτησή τους απέναντι στη Συμφωνία του Κιότο συγκλίνουν στην ανάγκη να μην κυριαρχήσει η απαισιοδοξία γύρω από τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Η δραματικότητα της κατάστασης αρχίζει να γίνεται κατανοητή ακόμη και από τους δύσπιστους που αναφέρονταν μέχρι προ τινός στον «οικολογικό ιμπεριαλισμό» όσων επεδίωκαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις για τις περιβαλλοντικές πολιτικές. Ο χρόνος τρέχει για τον πλανήτη και αν κάτι επείγει είναι η από μέρους μας συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για άμεση δράση. Αυτή η αναγκαιότητα σε συνδυασμό με τη «δια-γενεακή ευθύνη» που χαρακτηρίζει τις περιβαλλοντικές πολιτικές καθιστά την περιβαλλοντική εκπαίδευση και αγωγή ιδιαίτερα σημαντική.

Σε αυτό το πεδίο, η ιστορία συνεπικουρούμενη από επιστήμες όπως για παράδειγμα η αρχαιολογία, η κοινωνιολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία μπορεί να συμβάλει καθοριστικά. Κατ΄ αρχάς, η ιστορική επιστήμη διαθέτει ένα σημαντικό οπλοστάσιο μεθόδων και εργαλείων που εστιάζουν ακριβώς στη σχέση των κοινωνιών με τον χώρο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται και λειτουργούν. Κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει φυσικά σε αυτή την προβληματική η Σχολή των Αnnales, η οποία μπόλιασε την ιστορική σκέψη, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με μια ιδιαίτερη ευαισθησία και μέριμνα για τους γεωγραφικούς αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εξέλιξη του συλλογικού βίου. Ωστόσο, το θέμα έχει περισσότερες πλευρές. Οι παλαιότερες αντιλήψεις για τη σχέση «ανθρώπου» και «φύσης» διαμορφώνονταν αφενός σε συνάρτηση προς θεωρίες βιολογικού ή περιβαλλοντικού ντετερμινισμού και αφετέρου προς θριαμβολογούσες αφηγήσεις περί του κυρίαρχου ρόλου των ανθρώπων στη διαδικασία δαμασμού των φυσικών φαινομένων και ελέγχου ή και «κατάκτησης» της «άγριας» φύσης. Αυτές οι αντιλήψεις δέχονται σήμερα μια γενικευμένη κριτική, ενώ το ενδιαφέρον στρέφεται προς την ιστορική έρευνα που προβληματοποιεί την αφηρημένη ή ουσιοκρατική αντίληψη περί «φύσης» και ταυτόχρονα αναδεικνύει την πολύπλευρη και περίπλοκη σχέση των ανθρώπων και των κοινωνιών με αυτήν. Η υλικότητα του φυσικού κόσμου και οι πολιτισμικές και κοινωνικές παράμετροι που τον νοηματοδοτούν έχουν κεντρική σημασία για την κατανόηση αυτής της σχέσης. Η οικο-ιστορία (eco-history) και η περιβαλλοντική ιστορία (environmental history) αποτελούν αναπτυσσόμενα πεδία έρευνας που έχουν πολλά να προσφέρουν στην κατανόηση της μακράς και μεταβαλλόμενης σχέσης ανθρώπων και φύσης.

Παράλληλα με την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τη σχέση ανθρώπων και φύσης, η ιστορία του περιβαλλοντικού και οικολογικού κινήματος αναδεικνύεται σε πεδίο μελέτης, ενώ διεκδικεί τη δική της θέση στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η «μακρά δεκαετία του 1960» κατέχει εδώ μια σημαντική θέση. Το νεολαιίστικο, το φεμινιστικό και το αντιρατσιστικό κίνημά μας είναι βέβαια περισσότερο γνωστά σε ό,τι αφορά αυτή την «εποχή της αμφισβήτησης» όπως χαρακτηρίζεται η δεκαετία του 1960. Ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο της αμφισβήτησης και μέσα στον προβληματισμό που προκαλούσαν φαινόμενα όπως οι πυρηνικές δοκιμές, η μόλυνση, η υπερκατανάλωση αναδύθηκε σταδιακά το συλλογικό αίτημα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η δημιουργία της Greenpeace το 1970 ή η καθιέρωση της «Ημέρας της Γης» (Εarth Day) την ίδια εποχή αποτελούν εύγλωττα παραδείγματα αυτών των εξελίξεων, ενώ προσκαλούν σε μια στενότερη σύνδεση του περιβαλλοντικού με τα άλλα κινήματα της δεκαετίας του 1960. Παράλληλα με την ιστορία του περιβαλλοντικού και οικολογικού κινήματος, η ιστορία των μεγάλων οικολογικών καταστροφών ή των καταστροφικών φυσικών φαινομένων που οφείλονται και στον ανθρώπινο παράγοντα διαμορφώνει ένα πεδίο μελέτης και εκπαίδευσης που βρίσκεται στην αιχμή των σύγχρονων ενδιαφερόντων.

Επίσης, η σχέση ιδεολογίας, πολιτικής και επιστήμης ελκύει εκ νέου το ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας. Διεξάγεται σήμερα μια μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών της υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας (human caused global warming) και των αρνητών αυτής της άποψης. Αυτή η αντιπαράθεση δεν είναι άμοιρη πολιτικών συνεπαγωγών. Το ίδιο ισχύει για μια σειρά θεμάτων που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, στη νοηματοδότηση και κατανόηση των οποίων παρεμβάλλονται κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις, προκαταλήψεις αλλά και πολιτισμικές τάσεις και πρακτικές. Το πρόσφατο «Ετος Δαρβίνου» μας θύμισε πολλές από τις συγκρούσεις που περιέβαλαν τη διατύπωση της εξελικτικής θεωρίας. Η δαιμονοποίηση των επιστημονικών θεωριών, οι προκαταλήψεις και οι εναντίον τους αντιδράσεις ωστόσο αποτελούν μόνο τη μία όψη του νομίσματος. Το ολοένα διευρυνόμενο πεδίο της ιστορίας της επιστήμης και της τεχνολογίας αποτελεί προνομιακό χώρο για την επαναδιατύπωση ερωτημάτων γύρω από την πολυκύμαντη σχέση της επιστημονικής δραστηριότητας με την πολιτική, την ιδεολογία αλλά και την εξουσία.

Θα λυθεί το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αλλά και τα άλλα περιβαλλοντικά ζητήματα μέσα από αυτού του τύπου την έρευνα και τη γνώση; Φυσικά όχι. Η ιστορική παιδεία δεν στοχεύει στο να υποκαταστήσει την απαραίτητη ενεργοποίηση και τη συμβολή εκείνων των ειδικών επιστημών που μπορούν να προσφέρουν λύσεις στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Μπορεί όμως να συμβάλει με πολλούς τρόπους στη διαμόρφωση της περιβαλλοντικής κουλτούρας και συνείδησης. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν στερείται σημασίας.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.