Η αλλαγή στη φορολογία κληρονομιών και δωρεών… τάραξε τα νερά από δύο πλευρές. Η πρώτη είχε να κάνει με τη διαδικασία- και εκεί οι επικριτές είχαν χίλια δίκια. Ούτε οι νυχτερινές τροπολογίες αρμόζουν σε μια κυβέρνηση που θέλει να αλλάξει το πολιτικό ύφος, ούτε είναι εύλογο να λέει ένα κράτος στους συναλλασσομένους ότι θα μάθουν πόσο θα φορολογηθούν κατόπιν εορτής, ούτε πάλι είναι σώφρον ή ειλικρινές να αναβάλλονται μέτρα αναγκαία λόγω διαδικασιών διαβούλευσης με μικρή επιρροή.

Οι αντιδράσεις όμως δεν εστιάστηκαν μονάχα στη διαδικασία, αλλά και στην ουσία του μέτρου. Και δεν περιορίστηκαν σε τεχνικές σκέψεις, όπως στο ερώτημα μήπως η δραστική αύξηση της φορολογίας περιορίσει τόσο τις γονικές παροχές ώστε το εισπρακτικό όφελος να είναι μικρό. Επεκτάθηκαν στην αμφισβήτηση του δίκαιου χαρακτήρα της συγκεκριμένης φορολογίας, εμφανίζοντάς την ως ηθικά αστήρικτη.

Οι αντιρρήσεις αυτές, όπως και οι ανάλογες για την επαναφορά του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, αντανακλούν, πιστεύω, μια πολιτική- κοινωνική νοοτροπία που φέρει το αποτύπωμα του νεοφιλελευθερισμού, ορατό ακόμη και σε φανατικούς του πολέμιους. Ενώ όλοι λέμε ότι στα δημόσια βάρη πρέπει να εισφέρουν περισσότερο οι πλουσιότεροι, στην πράξη εκδηλώνεται αντίδραση σε κάθε αναδιανεμητική φορολογία, ακόμη και όταν αυτή- όπως ο φόρος δωρεών και κληρονομιών- ίσχυε έως πρόσφατα (τέλος του 2007) και επί δεκαετίες χωρίς ιδιαίτερη αντίρρηση. Φτάνουμε έτσι να δεχόμαστε τους φόρους στον καπνό και στο οινόπνευμα, ίδιους για τους πλούσιους και τους φτωχούς (που δεν καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά γίνονται για την καλή τους υγεία), αλλά να αντιδρούμε στη φορολόγηση ακινήτων με αντικειμενική αξία πάνω από 135 εκατομμύρια παλαιές δραχμές.

Στη φορολόγηση δωρεών και κληρονομιών οι αντιρρήσεις έχουν και πρόσθετο νεοσυντηρητικό πολιτικό φορτίο, καθώς εκτός από τον αναδιανεμητικό της χαρακτήρα η φορολογία αυτή έχει το επιπλέον πολιτικό χαρακτηριστικό να αφαιρεί μέρος της περιουσίας κατά τη μεταβίβασή της από γενιά σε γενιά, μεταβίβαση που προικοδοτεί τα παιδιά των ευπόρων με καίριο αφετηριακό προβάδισμα έναντι των γόνων των πενήτων.

Ουδείς αμφισβητεί ότι το ελληνικό κράτος σπαταλά τους πόρους του ή ότι διανέμει προνομιακά εισοδήματα σε διάφορους πολιτικούς πελάτες και ότι αυτό πρέπει να διορθωθεί. Ούτε διαφωνεί κανείς ότι οι φόροι δεν πρέπει να αίρουν το κίνητρο των παραγωγικών πολιτών. Ακόμη όμως και η άριστη διοίκηση έχει ανάγκη εσόδων και στο μείγμα των φόρων με τους οποίους τα αντλεί η φορολογία των γονικών παροχών- με υψηλό αφορολόγητο και εύλογους συντελεστές- διατηρεί θετικό πολιτικό πρόσημο. Εκτός αν δεν αποδεχόμαστε πλέον ούτε την αναδιανομή εισοδήματος ούτε τη σαγήνη της ίσης αφετηρίας. Αν απορρίπτουμε τον Ρούζβελτ και τον Αντολφ Βάγκνερ (που είδε τη φορολογία ως κοινωνικό εργαλείο ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα) και επικροτούμε τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τα μέτρα του υπέρ των πλουσιοτέρων.