Oι πρώτες βασικές επιφυλάξεις για το σχέδιο διοικητικής αναμόρφωσης της χώρας («Καλλικράτης» πλέον, αρχιτέκτων, όχι κυβερνήτης άνευ ειδικότητας) φάνηκαν να κινούνται σε δύο επίπεδα. Στο Υπουργικό Συμβούλιο υπήρξε περίσκεψη για την ισχύ, πολιτική και διοικητική, των νέων περιφερειαρχών και τον ελλειμματικό δημοκρατικό τους έλεγχο. Στη ΝΔ η πρώτη κριτική επικεντρώθηκε στη γενικολογία του σχεδίου και στην ανάγκη να μεταφερθούν αρμοδιότητες και πόροι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, κάτι που κατά την αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να μη συμβαίνει.

Θα έτεινα να συμμεριστώ πολύ περισσότερο τις υπουργικές επιφυλάξεις- τουλάχιστον καθ΄ ο μέρος αναφέρονται στο έλλειμμα νομιμότητας και ελέγχου της Αυτοδιοίκησης. Θα ήταν μάλιστα ακόμη πιο ενδιαφέρουσες αν συνδύαζαν τις αιτιάσεις για τα «θεσμικά» αυτά κενά με κάποια προσπάθεια αποτίμησης των πεπραγμένων της Αυτοδιοίκησης υπό το καθεστώς ελλειμματικού ελέγχου που τη χαρακτηρίζει.

Δυστυχώς το να μιλάει κανείς εναντίον της Αυτοδιοίκησης δεν είναι καθόλου της μόδας. Δεν είναι in. Η Αυτοδιοίκηση κατατάσσεται στα σχήματα εκείνα (όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, η «κοινωνία των πολιτών»), για τα οποία προτού μιλήσει κανείς πρέπει να πλένει το στόμα του, διότι καθετοποιούν τη δημοκρατία, δίνουν τον λόγο στον πολίτη, ελέγχουν το νοσηρό πολιτικό σύστημα, γενικώς υπηρετούν πράγματα υψηλά, ώστε να μην πολυστέκει κανείς στο πόσο δημοκρατικά νομιμοποιημένα είναι ούτε στο πόσο διακονούν την αρχή της νομιμότητας, πόσο δηλαδή περιορίζονται να κάνουν ό,τι τους τάσσει ο νόμος- και μόνο.

Θου, Κύριε, φυλακήν, θυμάμαι όμως δικαστή που, σαρκάζοντας το υψηλό φρόνημα με το οποίο συνάδελφοί του μιλούσαν για τον καίριο ρόλο του σώματος, έλεγε: «Για ποιον δικαστή μιλάμε; Για τον ιδεατό; Για τον Μπέντζαμιν Καρντόζο (σ.σ.: προπολεμικό των ΗΠΑ); Ή για τούτον ΄δώ τον ακαμάτη;». Για ποια, κατ΄ αναλογία, Τοπική Αυτοδιοίκηση μιλάμε; Για ποιας την ενίσχυση αρμοδιοτήτων και προϋπολογισμών; Για κάποια ιδεατή, απαρτιζόμενη από πάσχοντες για την τοπική δημοκρατία και τη βέλτιστη διαχείριση; Ή για τούτη ΄δώ που βλέπουμε, διακρινόμενη στη διαφθορά (της οποίας υπήρξε αληθινός πολλαπλασιαστής), στις κλίκες και την αδιαφάνεια, στις σπατάλες, τις αστοχίες και την καταρράκωση των νόμων; Για αυτήν που επιθυμεί διαρκώς κονδύλια, που αυξάνει τα δημοτικά τέλη, που αρνείται κατηγορηματικά να συνεισφέρει στην κοινή λιτότητα δηλώνοντας ότι «δεν διαπραγματεύεται ούτε 1 ευρώ»;

Δεν είναι απορριπτέος ο «Καλλικράτης» – η γενική «γραμμή» των συγχωνεύσεων είναι, άλλωστε, και θετική και αναγκαία. Κάθε, όμως, αναμόρφωση της Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας πρέπει να γίνεται με τη μέγιστη επιφύλαξη και καχυποψία. Οχι μόνο για λόγους δημοκρατικού ελέγχου, ζήτημα που ορθώς εγείρεται. Αλλά και για λόγους προτέρου «ανεντίμου» βίου. Δεν νομοθετούμε εν κενώ, αλλά για αυτόν τον τόπο και αυτούς τους τοπικούς άρχοντες. Και πρέπει να το ξανασκεφτόμαστε δυο και τρεις φορές προτού τους δώσουμε οποιαδήποτε νέα αρμοδιότητα, οποιοδήποτε παραπάνω ευρώ…