Το δίλημμα σταθεροποίηση ή ανάπτυξη είναι αβάσιμο, γιατί απορρέει από ένα ξεπερασμένο ερμηνευτικό πρότυπο της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, το κεϊνσιανό. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, οι επί μέρους αγορές, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοοικονομικών, είναι από τη φύση τους ασταθείς και οδηγούν την οικονομία είτε σε μια κατάσταση υποτονικής ζήτησης με ανεργία και υποαπασχόληση των ανθρώπινων, κεφαλαιακών και άλλων φυσικών πόρων, είτε σε μια κατάσταση υπερβάλλουσας ζήτησης με πληθωριστικές πιέσεις και ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Για τον λόγο αυτόν απαιτούνται δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις, ώστε να ενισχυθεί ή να περιοριστεί η ζήτηση, κατά περίπτωση.

Τώρα, στη σημερινή συγκυρία, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μια σχετικά βαθιά ύφεση, μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό δημόσιο χρέος, όταν η χώρα έχει συμβατική υποχρέωση ως μέλος της ευρωζώνης να μειώσει τα ελλείμματα αυτά δραστικά και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ετσι, για τους κεϊνσιανά σκεπτόμενους, δεδομένης της νομισματικής πολιτικής, για να ξεφύγουμε από την ύφεση (να έχουμε ανάπτυξη) χρειάζεται ελαστική δημοσιονομική πολιτική (αποσταθεροποίηση) που θα διογκώσει τα ήδη μεγάλα ελλείμματα. Από την άλλη πλευρά, για να μειωθούν τα ελλείμματα (σταθεροποίηση) χρειάζεται περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, που, με δεδομένη τη νομισματική πολιτική, θα περιορίσει τη ζήτηση και θα διογκώσει τα ήδη μεγάλα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών (δεν θα έχουμε ανάπτυξη). «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», «τι να σε φάει ο λύκος, τι να σε φάει η αρκούδα» και άλλα τέτοια.

Εκ πρώτης όψεως, η λογική των παραπάνω οικονομικών σκέψεων φαίνεται ακαταμάχητη. Ομως, όπως συμβαίνει συνήθως, το πρόβλημα δεν είναι στη λογική αυτή καθαυτή, αλλά στις βασικές αρχές (κεϊνσιανό πρότυπο) πάνω στις οποίες εφαρμόζεται. Αν και πολλά από αυτά που έγραψαν ο Κέινς και οι ακόλουθοί του έχουν υιοθετηθεί στη «βασική σκέψη» της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας και πολιτικής, τα περί του αντιυφεσιακού ρόλου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δεν είναι από αυτά. Οι οικονομολόγοι σήμερα γενικά συμφωνούν ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα συμβάλλουν πολύ λίγο ή και καθόλου στο ΑΕΠ, στη μείωση της ανεργίας και στην τόνωση της απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας πρέπει να μειωθεί και, για να προωθηθεί η ανάπτυξη, το ταχύτερο δυνατόν. Αυτό πρέπει να γίνει με δύο τρόπους και σε δύο φάσεις. Βραχυπρόθεσμα, για να εκτονωθεί η πίεση που ασκούν οι αγορές, απαιτούνται άμεσα μέτρα μακρο-πολιτικής (π.χ. πάγωμα ή μείωση συνολικών δαπανών του Δημοσίου, πάγωμα ή μείωση μισθών στο Δημόσιο, φορολόγηση της κατανάλωσης κ.ά.). Μακροπρόθεσμα ο δραστικός περιορισμός του διαρθρωτικού ελλείμματος θα προέλθει από διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα οδηγήσουν σε αναδιάταξη των δημοσίων δαπανών ύστερα από: α) Λεπτομερή μελέτη του κόστους παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχει το κράτος και β) αποτίμηση του βαθμού εξυπηρέτησης των αναγκών που καλύπτουν οι υπηρεσίες και τα αγαθά αυτά. Βέβαια η συγκεκριμένη προσέγγιση συνεπάγεται έναν διαφορετικό τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού. Τέλος, η ανάπτυξη στη χώρα μας θα προωθηθεί τα μέγιστα, αν υιοθετηθούν μέτρα που βελτιώνουν τη συνολική προσφορά (αποκρατικοποιήσεις, ανταγωνισμός, επενδυτικά κίνητρα για το φυσικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο και τη βέλτιστη επιλογή του ταλέντου στην απασχόληση), που δεν διογκώνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ο κ. Τρύφων Κολλίντζας είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Αttica Βank και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.