Η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει την τριπλή αποτυχία του μοντέλου εξέλιξής της. Πρώτον, σε μια περίοδο εξαιρετικά ευνοϊκών συνθηκών απέτυχε να αποτρέψει μια οδυνηρή δημοσιονομική αποσταθεροποίηση. Δεύτερον, απέτυχε να κρατήσει σε κίνηση ένα δυναμικό αναπτυξιακό πρότυπο. Τρίτον, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού Κοινωνικού Κράτους είναι σταθερά στην κάτω πλευρά της ευρωπαϊκής κοινωνικής ανάπτυξης.

Η κρίση του 2008-09 ανέδειξε την Ελλάδα σε μείζον παράδειγμα προβληματικών επιλογών και την έχει καταστήσει ευάλωτη στις δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες πιέσεις των διεθνών πιστωτών της, όπως τον κάθε υπερχρεωμένο οφειλέτη. Η σημερινή κρίση, επίσης, φέρνει στην επιφάνεια όλες τις μεγάλες κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές παθογένειες του τρόπου ανάπτυξής μας: την κυρίαρχη παρουσία της διαφθοράς, τον διογκούμενο διεθνή δανεισμό και την ανεξέλεγκτη καταναλωτική επέκταση, τη μεγάλη πτώση της ανταγωνιστικότητας, την αδυναμία σοβαρού παραγωγικού μετασχηματισμού που αποτελεί αναπτυξιακό στοιχείο-κλειδί σε συνθήκες διεθνών ραγδαίων αλλαγών, τον στείρο γραφειοκρατικό κρατισμό, με σημαία την αναποτελεσματικότητα, τη συναλλαγή, τον άμεσο ή έμμεσο εκβιασμό του πολίτη (ατόμου ή επιχείρησης), την ιδιοποίηση του δημοσίου συμφέροντος προς όφελος μη δημοσίων συμφερόντων και αναρίθμητες άλλες ιδιότητες, που αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν τόσο δημοσιονομικήεξυγίανση όσο και ανάπτυξη.

Η αυτοπαγίδευση
Η Ελλάδα στην ουσία έχει αυτοπαγιδευτεί. Πέτυχε να ενταχθεί στο πιο προωθημένο σύστημα της ΕΕ, αλλά όχι και να κατανοήσει πώς θα διαμορφώσει αποτελεσματικές πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και σταθεροποίησης κάτω από νέους ρυθμιστικούς κανόνες. Εχοντας συνηθίσει στις περιοδικές υποτιμήσεις, με συνέπεια τη βίαιη μείωση του εισοδήματος εργαζομένων και συνταξιούχων, για χρόνια ακολούθησε πολιτικές που συστηματικά σήμαιναν υψηλότερα ελλείμματα, υψηλότερο πληθωρισμό, δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό, χαμηλότερες επενδύσεις, χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα και που, τελικά, υποθήκευσαν τις επόμενες γενεές. Η απάντηση όμως στα προβλήματα προφανώς δεν μπορεί να είναι οι ίδιες αντιλήψεις και πολιτικές που μας οδήγησαν στο σήμερα.

Αν η συζήτηση εξαντληθεί στο δίλημμα σταθεροποίηση ή ανάπτυξη, ευτελίζεται. Στην ουσία υποδηλώνει επικέντρωση στο ερώτημα αν η δημοσιονομική σταθεροποίηση, που συχνά εκφράζεται από τη σχέση «δημοσιονομικό έλλειμμα/ ΑΕΠ», θα επιτευχθεί ρίχνοντας το βάρος της πολιτικής στον επηρεασμό του αριθμητή ή του παρονομαστή του κλάσματος αυτού. Αν δηλαδή πετύχουμε τη βελτίωση αποκλειστικά μέσα από μειωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα που όμως κινδυνεύουν να μειώσουν το ΑΕΠ (τον παρονομαστή) ή, αντίθετα, αν κινηθούμε με πολιτικές που ίσως αυξήσουν το ΑΕΠ, αλλά σίγουρα άμεσα θα αυξήσουν τα ελλείμματα (τον αριθμητή). Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα κινδυνεύει να είναι η ακινησία ή η επιδείνωση. Επιπλέον, από μια τέτοια θεώρηση μένει εντελώς απ΄ έξω και μια τρίτη- η κοινωνική- πτυχή, που αποτελεί εγγενές συστατικό τόσο της σταθεροποίησης όσο και της ανάπτυξης μιας χώρας.

Τα προβλήματα της σταθεροποίησης και ανάπτυξης αντιμετωπίζονται ως δύο ξέχωρα φαινόμενα. Ωστόσο αυτό που διαφεύγει είναι ότι και τα δύο είναι η διαφορετική όψη του ίδιου νομίσματος. Το καθένα είναι άρρηκτα δεμένο με τη διαμόρφωση του άλλου. Το μοντέλο της «μη ανταγωνιστικής ανάπτυξης» καθορίζει το μοντέλο του «μη βιώσιμου δημοσιονομικού και μακροοικονομικού μάνατζμεντ», δηλαδή την απουσία μιας υγιούς πολιτικής διαχείρισης των μεγάλων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τα κρίσιμα και πολύπλοκα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά μεγέθη. Από την άλλη πλευρά, οι παθογένειες του μοντέλου μακροοικονομικής διαχείρισης με το οποίο φτάσαμε ως εδώ καθορίζουν τα υποβαθμισμένα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξής μας. Επιπλέον, η Ελλάδα παίρνει μία από τις χειρότερες θέσεις σε όρους σύγκλισης προς την Κοινωνία της Γνώσης, την κοινωνία δηλαδή που μπορεί με επιτυχία και αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίσει την παγκόσμια πραγματικότητα.

Η υπέρβαση
Η έξοδος από την ελληνική κρίση απαιτεί μια υπέρβαση του παραδοσιακού τρόπου θεώρησης τόσο της σταθεροποίησης όσο και της ανάπτυξης. Ακριβώς στη λογική αυτή, ενάμιση χρόνο πριν, μια ομάδα προβληματισμένων επιστημόνων προχωρήσαμε σε μια έκδοση με τίτλο «Σε αναζήτηση ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης» (επιμέλεια Τάσος Γιαννίτσης, εκδόσεις Παπαζήσης), όπου αναλύσαμε πολλές πτυχές του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας και τις διαφορές μας με άλλα αναπτυξιακά μοντέλα. Πέρα από τα πολλά ειδικότερα ζητήματα, θεωρώ ότι σήμερα τα διλήμματα πολιτικής, με την οξύτητα που έχουν πάρει, πρέπει να τα δούμε μέσα από τις εξής οπτικές:

Πρώτον, ποιες άμεσες επιλογές πολιτικής δημιουργούν συγκριτικά υψηλότερο κόστος ή μηδενίζουν τους βαθμούς ελευθερίας για επόμενες πολιτικές επιλογές. Ζητούμενο δεν είναι η βελτίωση για λίγους μήνες ή μόνο για το 2010 και η σύντομη επάνοδος σε χειρότερη κρίση, αλλά μια σταθερή έξοδος από την κρίση σε ορίζοντα τριών- πέντε ετών, ούτε η μετάβαση σε αδιέξοδα.

Δεύτερον, μια ισχυρή πολιτική σταθεροποίησης δεν είναι απλώς θέμα δημοσιονομικών μέτρων, αλλά και αλλαγής ευρύτερων κοινωνικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και άτυπων συμφωνιών. Προϋποθέτει, για παράδειγμα, την κοινωνική αποδοχή ότι ίσες αμοιβές υπόκεινται σε ίση μεταχείριση ή ότι στρώματα με εισοδήματα που φοροαπαλλάσσονται ή φοροδιαφεύγουν εντάσσονται επίσης στη λογική της προσπάθειας εξόδου της χώρας από μια μεγάλη κρίση.

Τρίτον, η ίδια η έννοια της ανάπτυξης απέχει ριζικά από την έννοια της ανάπτυξης προηγουμένων δεκαετιών. Η ανάπτυξη σήμερα δεν εξαρτάται από τη δημιουργία πρόσθετων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά από την ικανότητα μετατροπής της δημοσιονομικής δαπάνης σε παραγωγή, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση, βιώσιμο παραγωγικό σύστημα, με νέο κυρίαρχο στοιχείο το περιβαλλοντικό. Ανάπτυξη μιας υπερχρεωμένης χώρας με αυξημένο δανεισμό έχει ως αδήριτο επόμενο βήμα την οικονομική, αλλά και κοινωνική απο-ανάπτυξη.

Συνταγές επιτυχίας για κοινωνίες αποτυχίας δεν υπάρχουν έτοιμες. Είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε την πορεία μας, όπως την οραματιζόμαστε. Αν την οραματιζόμαστε με τον ίδιο τρόπο που οραματιστήκαμε στο παρελθόν το σήμερα, δεν θα έχουμε παρά το αποτέλεσμα που θα έχουμε επιλέξει.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.