Η αναμόρφωση και ο εκσυγχρονισμός του κράτους είναι απαραίτητα στοιχεία για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και την επιστροφή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που απαιτούνται για την εξασφάλιση πλεονασμάτων τα οποία θα οδηγήσουν στη μείωση των ελλειμμάτων και στον περιορισμό του χρέους. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, του φορολογικού συστήματος και του συστήματος των δημοσίων δαπανών θεωρείται ότι αφήνει σημαντικά αναπτυξιακά περιθώρια. Οι καθηγητές Πανεπιστημίου οι οποίοι κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα «Σταθεροποίηση ή ανάπτυξη;», δηλαδή τι από τα δύο θα πρέπει να αποτελέσει την προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, επισημαίνουν ότι το ένα δεν αποκλείει αναγκαστικά το άλλο και τονίζουν ότι η θεραπεία του «μεγάλου ασθενούς», δηλαδή του κράτους, θα πρέπει να αποτελέσει βασικό μέσο προσέγγισης του νέου αναπτυξιακού προτύπου. Επιπλέον σημειώνουν ότι απαιτείται συστηματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια «απελευθέρωσης» της οικονομίας από περιορισμούς οι οποίοι επιβλήθηκαν σε άλλες εποχές, όπως τα κλειστά επαγγέλματα, τα ωράρια εργασίας, οι παρεμβάσεις στη διαμόρφωση των τιμών πολλών αγαθών και υπηρεσιών που δεν έχουν πλέον κοινωνικό αντίκρισμα, καθώς και θεσμική εξυγίανση που συνδέεται με θέματα όπως η πολυνομία και το πλήθος των ερμηνευτικών εγκυκλίων, η έλλειψη κωδικοποίησης νομοθεσίας, το πλήθος επικαλύψεων στις αρμοδιότητες των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, ώστε να προκληθεί ένα αναπτυξιακό κύμα που θα διευκολύνει παράλληλα τη δημοσιονομική προσαρμογή. Μελέτες του ΟΟΣΑ και άλλων διεθνών και εγχωρίων οικονομικών οργανισμών αναφέρουν ότι το όφελος από μια τέτοια μεταρρύθμιση θα είναι τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ.