Oι εκδρομείς των εορτών, οι τελευταίοι των οποίων επιστρέφουν στις πόλεις αυτό το Σαββατοκύριακο, είχαν μαζί με μια ανάσα διαφυγής και την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους περί την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Θα είδαν, λόγου χάριν, εστιατόρια και καφενεία διευθυνόμενα από κατά κύριο (;) επάγγελμα εκπαιδευτικούς, ξενώνες με επιχειρηματίες δημοσίους υπαλλήλους συνεπικουρούμενους από – και καλυπτόμενους υπό- συγγενείς τους, βοηθητικό προσωπικό που απασχολείται ανεπίσημα, μικροεπιχειρήσεις που δεν κόβουν αποδείξεις και ενίοτε δεν έχουν καν θεωρημένα φορολογικά στοιχεία επειδή δεν διαθέτουν ασφαλιστική ενημερότητα, καθώς ουδείς πληρώνει στον ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ): εύλογο, μια που οι (εμφανιζόμενοι ως) υπεύθυνοι συνήθως έχουν ασφαλιστικό ταμείο από την «κανονική» εργασία τους ή είναι ήδη συνταξιούχοι.

Από μία πλευρά, η ποικιλία και η έκταση αυτής της αφανούς πολυαπασχόλησης επιβεβαιώνουν τις αιτιάσεις περί φοροδιαφυγής: αν αποδιδόταν φόρος επί του συνόλου των πραγματικών συναλλαγών και εισοδημάτων, η δημοσιονομική εικόνα της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετική. Αυτή όμως είναι μόνο η μία πλευρά. Η άλλη είναι ότι αυτή η φορολογικώς αχαρτογράφητη πολυπραγμοσύνη στηρίζει την ευημερία μεγάλου μέρους του πληθυσμού, τόσο που δεν ξέρει κανείς ποιο είναι το μικρότερο κακό: η σημερινή διαφυγή της από φόρους και εισφορές ή η τυχόν επιβράδυνσή της εξαιτίας δραστικών μέτρων ελέγχου.

Η εύκολη απάντηση αθροίζει τα θετικά. Και να δουλεύουν οι ξενώνες και τα εστιατόρια και να γίνεται αυτό επισήμως, με καταβολές στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία. Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι ο ιδανικός συνδυασμός είναι και εφικτός. Ο όγκος της ανεπίσημης οικονομίας καθιστά δύσκολο και δαπανηρό τον εκτεταμένο έλεγχο, που υπονομεύεται άλλωστε από τη συναλλαγή φορολογουμένων και ελεγκτών. Και ακόμη, όσο και αν ακούγεται προσποιητό, τα οικονομικά δεδομένα συνηγορούν ότι πολλές από αυτές τις ανεπίσημες επιχειρήσεις θα γίνονταν αυτομάτως ελλειμματικές και ασύμφορες αν υποχρεούνταν να λειτουργήσουν με τις νόμιμες επιβαρύνσεις. Αν επιχειρούσε κανείς να επιβάλει καθολική καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας, είναι βέβαιον ότι ένα τμήμα της θα αναστελλόταν- και ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πόσο σημαντικό θα ήταν αυτό.

Ο σχετικός προβληματισμός δεν συνάδει, ίσως, προς το ιδεατό της δικαιοσύνης που επιτάσσει να φορολογούνται όλοι και όλα (αλλά, ας μη λησμονείται, και να μην οδεύουν τα φορολογικά έσοδα σε προνομιακή σίτιση ημετέρων). Στην οικονομία όμως, όπως σε πλήθος άλλα ζητήματα, ζητούμενο δεν είναι μόνο η δικαιοσύνη, αλλά και η αποτελεσματικότητα, η γάτα και όχι ο αγιασμός. Υπό τις σημερινές περιστάσεις, «γάτα» θα ήταν η επιβολή ενός συστήματος αντικειμενικών τεκμηρίων, που θα φορολογήσει άμεσα και χωρίς πολύπλοκους ελέγχους μέρος της άδηλης δραστηριότητας. Προ του κινδύνου να ελεγχθούν, οι περισσότεροι θα δεχθούν να πληρώσουν αυτό το παραπάνω αρκούμενοι στο… υπόλοιπο. Ετσι και τα έσοδα θα αυξηθούν και η ιδιότυπη οικονομία μας θα εξακολουθήσει να λειτουργεί.