Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει ενταθεί η συζήτηση για την υποχώρηση των παραδοσιακών κέντρων εξουσίας. Συχνά γίνεται λόγος για νέες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ινδία, και για νέα πολιτικοστρατιωτικά δίκτυα, όπως οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει αποσπάσει ουσιαστικές αρμοδιότητες από τις εθνικές κυβερνήσεις και οι παγκόσμιοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί έχουν επανειλημμένως καθορίσει την οικονομική πολιτική ελέγχοντας για παράδειγμα τα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας χωρών υπό πτώχευση, ενώ οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο, ασκούσαν ένα είδος οικονομικής εξουσίας σε πολλά αναπτυσσόμενα κράτη. Ωστόσο το 2009 δεν ήταν έτος ισχυροποίησης αυτών των τάσεων. Αντιθέτως, είδαμε να επανέρχονται στο προσκήνιο ορισμένα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας, όπως οι κεντρικές κυβερνήσεις, ο στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας και τα δικαστήρια.

Εξουσιαστική επιβολή

Τον περασμένο Νοέμβριο ένα νέο κέντρο εξουσίας, η εταιρεία Google, βρέθηκε κοντά στο να αποκτήσει, με απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου, δικαίωμα ψηφιοποίησης και αντίστοιχης εμπορικής εκμετάλλευσης δεκάδων εκατομμυρίων βιβλίων. Επεδίωξε έτσι όχι μόνο αστείρευτες πηγές κέρδους αλλά και ένα είδος παγκόσμιας εξουσίας στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού

Αν με τον όρο εξουσία εννοούμε τη δυνατότητα επιβολής της βούλησης ενός φορέα σε τρίτους (άτομα, ομάδες, θεσμούς ή ολόκληρες χώρες) ακόμη και παρά τη θέληση των τελευταίων, τότε το 2009 παλιοί γνώριμοι φορείς έκαναν την επανεμφάνισή τους (αν δεχθούμε ότι παλιότερα είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα). Ετσι στις ΗΠΑ και στη Βρετανία οι κυβερνήσεις παρενέβησαν στην οικονομική κρίση αφενός περικόπτοντας δραστικά τα επιτόκια, αφετέρου εθνικοποιώντας ιδιωτικές τράπεζες. Στην Τουρκία τον Δεκέμβριο το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε τη λειτουργία του κυριότερου κουρδικού κόμματος (με 21 βουλευτές). Το ίδιο είχε συμβεί το 1998 με το κόμμα του Ερμπακάν. Στο Πακιστάν το φθινόπωρο ο στρατός, έπειτα από μακρά αδράνεια, εξαπέλυσε επιθέσεις εναντίον των Ταλιμπάν προκειμένου να ανακτήσει την κυριαρχία στις δυτικές περιοχές της χώρας. Στο Ιράν τον Ιούνιο οι δυνάμεις ασφαλείας κατέστησαν σαφές ότι το καθεστώς Αχμαντινετζάντ δεν επρόκειτο να τηρήσει ούτε τα προσχήματα της δημοκρατίας καταστέλλοντας βίαια την αμφισβήτηση του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών. Στη Ζιμπάμπουε ο Μουγκάμπε, ο οποίος κυβερνά από το 1980, έπειτα από μικρή περίοδο ανοχής προς τη δημοκρατική αντιπολίτευση, εξαπέλυσε τις δυνάμεις ασφαλείας κατά των αντιπάλων του, όπως κάνει συχνά κατά την τελευταία εξαετία. Αυτά τα κέντρα εξουσίας δεν είναι καθόλου «νέα» και η δράση τους έγινε ξανά οδυνηρά οικεία σε όσους τα αμφισβήτησαν.

Αν πάλι εννοούμε ως εξουσία τη δυνατότητα ορισμένων φορέων να διαμορφώνουν το πλαίσιο και την ατζέντα της πολιτικής ζωής, τότε το 2009 γνώριμα υπερεθνικά κέντρα εξουσίας καθόρισαν τις εξελίξεις. Διεθνείς φορείς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επανήλθαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από τις οποίες είχαν αρχίσει να αποσύρονται προκειμένου να ενισχύσουν οικονομικά αλλά και να ελέγξουν κυβερνήσεις, όπως, π.χ., εκείνες της Ουγγαρίας και της Σερβίας. Η σύνοδος των αρχηγών των 20 μεγαλύτερων κρατών του κόσμου (G20), τον περασμένο Απρίλιο στο Λονδίνο, ίσως ήταν ένα πρώτο βήμα προς μια παγκόσμια συνδιαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, όπως και η σύνοδος της Κοπεγχάγης για την κλιματική αλλαγή τον Δεκέμβριο του 2009. Επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε εξουσιαστικές πιέσεις σε χώρες-μέλη της Ενωσης που βρίσκονταν σε κρίση αναλαμβάνοντας κατά περίπτωση ρόλο υπερεθνικού συνδιαμορφωτή των προτεραιοτήτων, αν όχι και των μέτρων της δημοσιονομικής πολιτικής.

Διαμόρφωση συνειδήσεων
Αν, τέλος, ως εξουσία νοείται η δυνατότητα κάποιων κυρίαρχων φορέων να διαμορφώνουν την κοσμοαντίληψη και τον τρόπο σκέψης των κυριαρχουμένων, τότε και στο επίπεδο αυτό το 2009 είχαμε επάνοδο παλιών κέντρων εξουσίας. Κατά την άσκηση τέτοιου είδους εξουσίας οι εξουσιαζόμενοι όχι μόνο δεν μπορούν να εντάξουν τα δικά τους αιτήματα στην ατζέντα της πολιτικής ζωής αλλά δεν έχουν καν συνείδηση των συμφερόντων τους με βάση τα οποία θα μπορούσαν να διατυπώσουν κάποιες αξιώσεις. Μολονότι, π.χ., η οικονομική άνοδος της Κίνας σηματοδοτεί την ανάδυση ενός νέου παγκόσμιου κέντρου εξουσίας, στο εσωτερικό της χώρας το μονοκομματικό καθεστώς δεν μοιράστηκε την εξουσία με κανέναν. Συνέχισε να περιορίζει την πρόσβαση σε πηγές ενημέρωσης όπου εκφράζονται απόψεις που αποκλίνουν από την επίσημη κομματική γραμμή. Αλλού πάλι η άσκηση εξουσίας μέσω της κατευθυνόμενης πληροφόρησης των πολιτών από ιδιωτικούς φορείς ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Το περασμένο έτος τυπικά παραδείγματα ήταν η διατήρηση ολιγοπωλίων του Τύπου στις μετακομμουνιστικές δημοκρατίες των Βαλκανίων, καθώς και η κυριαρχία του ομίλου του Μπερλουσκόνι στα ιταλικά ΜΜΕ. Σε παγκόσμιο επίπεδο αρκεί να αναφέρει κανείς την επιθετική πολιτική του ομίλου Μέρντοχ, η οποία εκφράστηκε το περασμένο φθινόπωρο με δημόσια επίθεση του γιου του Μέρντοχ εναντίον του ΒΒC με την κατηγορία ότι το τελευταίο κυριαρχεί στη βρετανική αγορά. Τέλος, τον Νοέμβριο ένα νέο κέντρο εξουσίας, η εταιρεία Google, βρέθηκε κοντά στο να αποκτήσει, με απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου, δικαίωμα ψηφιοποίησης και αντίστοιχης εμπορικής εκμετάλλευσης δεκάδων εκατομμυρίων βιβλίων. Επεδίωξε έτσι όχι μόνο αστείρευτες πηγές κέρδους αλλά και ένα είδος παγκόσμιας εξουσίας στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού. Το συμπέρασμα είναι ότι τα τελευταία χρόνια είχαν αναδυθεί νέα κέντρα εξουσίας αλλά το 2009 σε εθνικό επίπεδο τα παλιά κέντρα εξουσίας επιβεβαίωσαν την κυριαρχία τους. Στο μεταίχμιο του εθνικού με το υπερεθνικό, τόσο παλιά όσο και νέα κέντρα άλλοτε καθοδήγησαν τις εξελίξεις και άλλοτε έκλεισαν τις διόδους προς νέες «φωνές». Οι πολιτικές επιπτώσεις των φαινομένων είναι προφανείς: ενώ από τη μια μεριά ο κόσμος αντιμετωπίζει πλέον νέα προβλήματα χωρίς σύνορα (διάχυση της οικονομικής κρίσης, κλιματική αλλαγή, διεθνώς οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία και διασπορά όπλων, εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, διακίνηση ναρκωτικών και λαθραίων προϊόντων), από την άλλη μεριά αναπαράγονται παλιές αδιέξοδες τάσεις, όπως έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης και μειωμένη συμμετοχή στα κοινά, οικονομική εκμετάλλευση των πιο αδύναμων, βίαιη συλλογική δράση συχνά χωρίς στόχευση αλλά και δυστοκία στην από κοινού χάραξη πορείας για το μέλλον.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Visiting Fellow στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Κολεγίου St Αntony΄s της Οξφόρδης.