H κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 2009 απορροφημένη από την εσωτερική διαμάχη γύρω από την επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης στα δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς που δεν έχουν καθόλου. Οι άνθρωποι που ζουν σε άλλες βιομηχανικές χώρες δυσκολεύονται να το καταλάβουν αυτό: το δικαίωμα στη δημόσια υγεία είναι δεδομένο και ούτε και οι πιο συντηρητικές κυβερνήσεις δεν επιχειρούν να τους το αφαιρέσουν. Οι αντιρρήσεις που ορισμένοι Αμερικανοί προβάλλουν για τη μεταρρύθμιση στο σύστημα Υγείας μάς λένε περισσότερα για την αμερικανική εχθρότητα προς την κυβέρνηση παρά προς τη δημόσια υγεία εν γένει. Αλλά η συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες αναδεικνύει ένα υποκείμενο ζήτημα που θα απασχολήσει σχεδόν κάθε ανεπτυγμένη χώρα από το 2010 και μετά: την προσπάθεια να συγκρατηθούν οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία.

Θα διπλασιαστεί το κόστος ως το 2035

Αμερικανοί διαδηλώνουν κατά των αλλαγών στο σύστημα Υγείας που αποφάσισε η κυβέρνηση Ομπάμα

Το κόστος του συστήματος Υγείαςδημόσιου και ιδιωτικού- στις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να διπλασιαστεί ως το 2035. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εξοικονομηθούν χρήματα. Προτρέποντας τον κόσμο να γυμνάζεται, να αποφεύγει το κάπνισμα και το αλκοόλ και να καταναλώνει λιγότερο κόκκινο κρέας μπορεί κανείς να μειώσει τις δαπάνες. Αλλά με δεδομένο το γεγονός ότι ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών διαρκώς γερνάει, το κόστος για την περίθαλψη των ηλικιωμένων θα αυξάνεται. Ετσι πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους εξοικονόμησης χρημάτων.

Εδώ έχει νόημα να ξεκινήσουμε από το τέλος. Η συνέχιση των θεραπευτικών αγωγών σε ετοιμοθάνατους ασθενείς που δεν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν είναι σπατάλη, ωστόσο ελάχιστες χώρες επιτρέπουν στους γιατρούς να εφαρμόσουν τη μέθοδο της ευθανασίας στους ασθενείς που το επιθυμούν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου το 27% του προϋπολογισμού του προγράμματος Μedicare αφορά την περίθαλψη ατόμων στο τελευταίο έτος της ζωής τους. Και ενώ ένα μέρος αυτών των χρημάτων δαπανάται με την ελπίδα ότι ο ασθενής θα ζήσει για πολλά χρόνια ακόμη, δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο τα νοσοκομεία να προσφέρουν θεραπευτικές αγωγές που κοστίζουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε ασθενείς που δεν έχουν ελπίδα να ζήσουν για περισσότερο από μία ή δύο εβδομάδες.

Ενας παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο σε τέτοιου είδους αποφάσεις από μέρους των γιατρών και των νοσοκομείων είναι ο φόβος μήπως τους μηνύσουν οι οικογένειες των ασθενών. Ετσι, π.χ., ετοιμοθάνατοι ασθενείς επαναφέρονται στη ζωή παρά την εκτίμηση του γιατρού για την κατάστασή τους επειδή δεν έχουν δηλώσει ρητά ότι δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο. Το σύστημα αμοιβής των γιατρών και των νοσοκομείων είναι ακόμη ένας παράγοντας που επηρεάζει την παροχή ακριβών αγωγών που δεν ωφελούν τους ασθενείς. Οταν η Ιntermountain Ηealthcare, ένα δίκτυο νοσοκομείων στη Γιούτα και στο Αϊνταχο, βελτίωσε την αγωγή για τα πρόωρα μωρά, αυτόματα μείωσε τον χρόνο που περνούν στη μονάδα εντατικής θεραπείας και συνεπώς το κόστος νοσηλείας τους. Αλλά καθώς τα νοσοκομεία πληρώνονται για κάθε υπηρεσία που προσφέρουν και η πιο αποτελεσματική περίθαλψη σήμαινε λιγότερες υπηρεσίες, αυτή η αλλαγή κοστίζει στο νοσοκομειακό δίκτυο 329.000 δολάρια τον χρόνο. Υπάρχουν όμως και πιο δύσκολα ερωτήματα που αφορούν τον έλεγχο του κόστους του συστήματος Υγείας. Το ένα αφορά το κόστος των νέων φαρμάκων. Το κόστος ανάπτυξης των 800 εκατ. δολαρίων δεν είναι ασύνηθες για ένα καινούργιο φάρμακο, ενώ στο μέλλον θα δούμε μεγαλύτερη παραγωγή ενός νέου φαρμάκου- που αναπτύσσουν οι βιοφαρμακευτικές από ζωντανά κύτταρα- το οποίο κοστίζει ακόμη περισσότερο. Το κόστος ανάπτυξης και παραγωγής μεταβιβάζεται στις τιμές πώλησης των φαρμάκων, οι οποίες μπορεί να είναι εξαιρετικά υψηλές όταν ένα φάρμακο απευθύνεται σε έναν μικρό αριθμό ασθενών. Η νόσος Γκοσέ, π.χ., είναι μια σπάνια γενετική ασθένεια, η οποία στις πιο βαριές μορφές της σκότωνε τους ασθενείς από μικρή ηλικία. Σήμερα όσοι πάσχουν από τη συγκεκριμένη νόσο μπορούν να διάγουν έναν κατά το δυνατόν φυσιολογικό βίο χάρη σε ένα φάρμακο που ονομάζεται Cerezyme αλλά κοστίζει 175.000 δολάρια τον χρόνο.

Διλήμματα ζωής και θανάτου
Οι νέες ιατρικές συσκευές θέτουν εξίσου δύσκολα διλήμματα. Η μηχανική καρδιά ή συσκευή υποβοήθησης της αριστερής κοιλίας (LVΑD) χρησιμοποιείται για να κρατάει τους ασθενείς ζωντανούς ώσπου να υποβληθούν σε μεταμόσχευση καρδιάς. Αλλά λόγω της έλλειψης μοσχευμάτων οι συσκευές LVΑD χρησιμοποιούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως μέσο υποστήριξης των ατόμων που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια (όπως οι μονάδες χρόνιας αιμοκάθαρσης αντικαθιστούν έναν νεφρό). Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο 200.000 αμερικανοί ασθενείς θα μπορούσαν να παρατείνουν για λίγο τη ζωή τους χρησιμοποιώντας αυτή τη συσκευή με κόστος 200.000 δολαρίων ανά άτομο (ή συνολικά 40 δισ. δολαρίων). Είναι αυτό το κόστος αποδεκτό σε ένα κράτος όπου 39 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας; Σε χώρες που προσφέρουν δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πολίτες τους είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις κυβερνήσεις να μην πληρώσουν για το μοναδικό φάρμακο ή τη συσκευή που μπορεί να σώσει τη ζωή κάποιου. Αλλά αργά ή γρήγορα θα βρεθούν ενώπιον τέτοιων διλημμάτων.

Σε κανέναν δεν αρέσει να κοστολογεί με χρήματα την ανθρώπινη ζωή αλλά στην πραγματικότητα ήδη το κάνουμε με το να μην παρέχουμε αρκετή υποστήριξη στις οργανώσεις που λειτουργούν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η οργάνωση givewell.net που αξιολογεί τέτοιου είδους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε φτωχές χώρες, εκτιμά ότι αρκετοί από αυτούς μπορούν να σώσουν μια ζωή με κόστος μικρότερο από 1.000 δολάρια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι τα προγράμματα εμβολιασμού στις αναπτυσσόμενες χώρες κοστίζουν περίπου 300 δολάρια ανά άτομο- και αυτά τα άτομα δεν σώζονται για έναν χρόνο αλλά για μια ολόκληρη ζωή. Παράλληλα, σύμφωνα με έκθεση του προγράμματος Disease Control Ρriorities της Παγκόσμιας Τράπεζας, η αγωγή για τη φυματίωση στον αναπτυσσόμενο κόσμο παρατείνει τη ζωή των ασθενών κατά έναν χρόνο με κόστος που κυμαίνεται μεταξύ των 5 και των 50 δολαρίων. Με αυτά τα δεδομένα το να ξοδεύεις 200.000 δολάρια προκειμένου να παρατείνεις για μικρό διάστημα τη ζωή ενός ασθενούς σε μια εύπορη χώρα δεν είναι αμφιλεγόμενο μονάχα από οικονομικής άποψης, είναι και ηθικά λάθος.

Ο κ. Πίτερ Σίνγκερ είναι καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το τελευταίο βιβλίο του φέρει τον τίτλο «Τhe Life Υou Can Save: Αcting Νow to Εnd World Ρoverty». (Η ζωή που μπορείς να σώσεις: Ας ενεργήσουμε τώρα για να τερματίσουμε την παγκόσμια φτώχεια).