Παρά τις προφανείς διαφορές μεγεθών, η σύγκριση της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και ιδιαίτερα της αμερικανικής εκδοχής της, με την ελληνική περίπτωση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο στο επίπεδο του ίδιου του γεγονότος όσο και σε σχέση με τις συζητήσεις που γίνονται γύρω από αυτό. Μια τέτοια σύγκριση αναδεικνύει δύο ενδιαφέροντα παράδοξα.

Το πρώτο παράδοξο αφορά μια έντονη διαφορά φάσης στις συζητήσεις: ενώ, δηλαδή, η συζήτηση διεθνώς προσανατολίστηκε στην ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου του κράτους, στην Ελλάδα το ζητούμενο εξακολουθεί να παραμένει η ανάγκη περιορισμού του. Το παράδοξο αυτό είναι όμως φαινομενικό και αυτό γιατί η διεθνής συζήτηση αναφέρεται στις ελεγκτικές και ρυθμιστικές λειτουργίες του κράτους ενώ η ελληνική συζήτηση αφορά την παρεμβατική του πρακτική. Το δεύτερο παράδοξο αφορά τα αίτια της κρίσης: παρά τις τεράστιες διαφορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, οι ομοιότητες είναι πολύ περισσότερες από αυτές που θα περίμενε κανείς και η σύγκριση των δύο περιπτώσεων οδηγεί σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Η πολιτική των τραπεζών

Το κεντρικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος. Η χώρα μας αντιμετωπίζει τη δυσπιστία των αγορών εξαιτίας της υπερχρέωσής της και των συστημικών αδυναμιών της

Ξεκινώντας από το διεθνές πλαίσιο θα διαπιστώσουμε ότι η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που προκλήθηκε πρωταρχικά από την ανεύθυνη πολιτική των τραπεζών, κλόνισε αρκετές κατεστημένες αντιλήψεις για την πολιτική οικονομία, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό χώρο. Οι θεωρίες περί πλήρους αυτορρυθμιζόμενης αγοράς που αποτέλεσαν το θεμέλιο της «Σχολής του Σικάγου» αποδείχθηκε ότι είχαν μεγαλύτερη σχέση με την ιδεολογία παρά με την επιστημονική ανάλυση της οικονομίας. Οι οικονομολόγοι επανέκαμψαν στο κεϊνσιανό μοντέλο και ξαναθυμήθηκαν τη σημασία των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους για την αποφυγή υπερβολών σαν και αυτές που οδήγησαν στην κρίση όσο και στη διορθωτική του λειτουργία για τη διαχείριση των κρίσεων. Η διεθνής αυτή συζήτηση πέρασε στην Ελλάδα με μάλλον στρεβλό τρόπο. Αρκετοί, δημοσιογράφοι κυρίως, ταυτίζοντας για άλλη μία φορά τις επιθυμίες τους με την πραγματικότητα, ισχυρίστηκαν ότι η διεθνής κρίση ισοδυναμεί με τη χρεοκοπία τόσο του καπιταλισμού ως οικονομικού συστήματος όσο και των φιλελεύθερων ιδεών γενικότερα, διακηρύσσοντας συγχρόνως την αντικατάστασή του από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο της δεκαετίας του ΄70 ή ακόμη, για τους πλέον ευφάνταστους, την αναγέννηση του μαρξισμού. Στην πραγματικότητα η όλη συζήτηση αφορά διαφορετικές εκδοχές του καπιταλισμού ενώ απουσιάζουν σοβαρές ριζοσπαστικές εναλλακτικές προτάσεις.

Ταυτόχρονα στην Ελλάδα βιώνουμε μια βαθιά δημοσιονομική κρίση, η οποία στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου συνδέεται με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, μια σύνδεση για την οποία δεν είναι καθόλου άμοιρη ευθυνών η προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, όμως, οι παγκόσμιες εξελίξεις δεν επηρέασαν ιδιαίτερα τις χρηματαγορές της Ελλάδας. Η κύρια συνέπεια της κρίσης υπήρξε η μείωση του επενδυτικού ρίσκου. Ενώ πριν από την κρίση το ελληνικό κράτος είχε τη δυνατότητα να δανείζεται εύκολα και με χαμηλό κόστος, την επαύριο της κρίσης αυτό άλλαξε δραματικά. Οι αγορές τιμωρούν πλέον την Ελλάδα για την υπερχρέωσή της και τις συστημικές αδυναμίες της.

Οπως είναι γνωστό, το ελληνικό οικονομικό μοντέλο τις τελευταίες δεκαετίες βασίστηκε κυρίως στη γιγάντωση του δημόσιου τομέα και στην κατασκευή υποδομών με κοινοτική χρηματοδότηση. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες παρέμειναν περιορισμένες για καθαρά πολιτικούς λόγους: οι πελατειακές σχέσεις, η προσοδοφορία, η «διαπλοκή», ο αριστερόστροφος λαϊκισμός και ο παθολογικός φόβος του «κοινωνικού κόστους» κατέστησαν τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις θνησιγενείς. Τα συστημικά προβλήματα της οικονομίας κουκουλώθηκαν πίσω από τη σημαντικότατη οικονομική μεγέθυνση της τελευταίας οκταετίας και της ευμάρειας που τη συνόδευσε, με αποτέλεσμα να χαθεί μια μοναδική ευκαιρία. Φτάσαμε έτσι στο σημείο η έξοδος από την κρίση να απαιτεί πολύ περισσότερες θυσίες απ΄ ό,τι αν οι μεταρρυθμίσεις είχαν αναληφθεί σε καλύτερες συγκυρίες.

Παραδόξως οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα αντίστοιχο πρόβλημα. Οπως είναι και πάλι γνωστό, το βασικό αίτιο της διεθνούς κρίσης υπήρξε ο υπέρμετρος δανεισμός των αμερικανικών νοικοκυριών, ιδίως με τη μορφή στεγαστικών δανείων. Τα δάνεια αυτά μετατράπηκαν στη συνέχεια σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που κυριολεκτικά πλημμύρισαν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οταν έσκασε η στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ, τα προϊόντα αυτά δυναμίτισαν το διεθνές σύστημα. Η ευθύνη των τραπεζών υπήρξε τεράστια. Εκείνο όμως που δεν υπογραμμίζεται τόσο συχνά όσο θα έπρεπε είναι η παράλληλη ευθύνη της αμερικανικής κοινωνίας που ουσιαστικά συμμετείχε σε μια τεράστια απάτη: εκατομμύρια νοικοκυριά δανείστηκαν υπέρογκα ποσά είτε για να αγοράσουν σπίτια τα οποία θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να μεταπουλήσουν κερδίζοντας σημαντικές υπεραξίες είτε δανειζόμενοι υποθηκεύοντας τα ιδιόκτητα σπίτια τους στη βάση της ίδιας λογικής. Τα χρήματα αυτά διοχετεύθηκαν κυρίως στην κατανάλωση ουσιαστικά ενισχύοντας την κινεζική οικονομία. Με τη σειρά τους οι Κινέζοι επιδότησαν το τεράστιο αυτό πάρτι αγοράζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού χρέους.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη στην Ελλάδα. Το ΠαΣοΚ προχώρησε τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 σε μια τεράστια μεγέθυνση του κράτους που συνεχίστηκε ακατάπαυστα έκτοτε. Αντί για στεγαστικά δάνεια, η επιδότηση της κατανάλωσης έγινε είτε μέσω της απασχόλησης στο Δημόσιο είτε μέσω παροχών και επιδοτήσεων που χρηματοδοτήθηκαν έμμεσα από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πάρτι αυτό έφθασε στα όριά του τη δεκαετία του ΄90 αλλά η αναγκαία διόρθωση αποφεύχθηκε για μια σειρά λόγους, ο κυριότερος των οποίων υπήρξε η είσοδος στην ευρωζώνη έπειτα από κάποια μάλλον επιφανειακά μπαλώματα. Η ευρωζώνη εξασφάλισε στην Ελλάδα άφθονο και φτηνό χρήμα, με αποτέλεσμα το πάρτι να συνεχιστεί με αυξημένους ρυθμούς.

Ο πειρασμός της ακινησίας
Η λογική της αρπαχτής που κυριάρχησε στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα οδήγησε στην υπερχρέωση που έχει φέρει τις δύο οικονομίες στο χείλος του γκρεμού. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι και οι δύο κοινωνίες αρνούνται ακόμη να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα κατάματα. Στις ΗΠΑ ο κύριος φορέας της αντίστασης στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού ελεγκτικού και ρυθμιστικού κράτους που θα προχωρήσει στις αναγκαίες αλλαγές είναι η Δεξιά (ή αυτό που στην Ελλάδα αποκαλείται «Ακροδεξιά»). Στην Ελλάδα ο κύριος φορέας της αντίστασης στην αποδόμηση του τεράστιου παρεμβατικού κράτους, που αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο οικονομικής εξυγίανσης αλλά και οικοδόμησης ενός αποτελεσματικότερου κράτους, είναι η Αριστερά (ή αυτό που οι Αμερικανοί θα αποκαλούσαν «Ακροαριστερά»). Και στις δύο περιπτώσεις οι συνασπισμοί της συντήρησης βρίσκουν κοινωνικά ερείσματα σε πληθυσμιακές ομάδες που φοβούνται τις απαραίτητες αλλαγές και στηρίζονται από ομάδες διανοουμένων που εργαλειοποιούν τον φόβο αυτόν: οι δεξιοί φονταμενταλιστές στις ΗΠΑ και οι αριστεροί φονταμενταλιστές στην Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις η αλλαγή περνάει μέσα από την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των ομάδων και των εκπροσώπων τους, καθώς και μέσα από την κινητοποίηση της πλειονότητας του πληθυσμού που επωμίζεται το τεράστιο κόστος της στασιμότητας.

Και στις δύο περιπτώσεις ο πειρασμός της ακινησίας ή των επιδερμικών αλλαγών είναι μεγάλος και εδράζεται στην πίστη ότι η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ενωση θα συνεχίσουν να επιδοτούν τη δημοσιονομική ανευθυνότητα των ΗΠΑ και της Ελλάδας γιατί απλούστατα δεν έχουν άλλη επιλογή: το να μην το κάνουν θα ισοδυναμούσε, υποτίθεται, με αυτοκτονία. Ο ισχυρισμός αυτός έχει κάποια βάση αλλά υπερεκτιμά τη διάθεση τόσο της Κίνας όσο και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να επιδοτούν και να στηρίζουν με τον κόπο τους και στο διηνεκές κοινωνίες κηφήνων. Και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα η σημερινή συγκυρία είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία: μία ακόμη ολιγωρία θα οδηγήσει μάλλον σε αμετάκλητη οικονομική παρακμή.

Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale.