Ποιοι θα υποφέρουν περισσότερο και για το μεγαλύτερο διάστημα από την κατάρρευση της Wall Street το 2008-2009 και την επακόλουθη παγκόσμια ύφεση;

Δεν θα είναι οι τραπεζίτες και οι επενδυτές που οδήγησαν στη συμφορά. Ορισμένοι επενδυτές, όπως ο Μπέρναρντ Μέιντοφ, θα πάνε στη φυλακή για απάτη. Παρ΄ ότι ο Μέιντοφ ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου των θρασύτατων οικονομικών εγκλημάτων, οι περισσότεροι ύποπτοι επενδυτές δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται τη σύλληψη είτε γιατί η συμπεριφορά τους κινήθηκε απλώς στα όρια του νόμου, είτε επειδή οι οικονομικές ατασθαλίες που δεν αποτελούν περιπτώσεις ξεκάθαρης απάτης είναι συχνά πολύ δύσκολο να αποδειχθούν.

Ορισμένοι επικεφαλής τραπεζών θα συνταξιοδοτηθούν ντροπιασμένοι, αλλά με μεγάλες αποζημιώσεις για να καταπραΰνουν τον πόνο τους- όπως το χρυσό αλεξίπτωτο των 55 εκατ. δολαρίων που δόθηκε στον Κεν Λιούις της Βank of Αmerica ή η σύνταξη των 25 εκατ. στερλινών που απονεμήθηκε στον Φρεντ Γκούντγουιν της Royal Βank of Scotland. Ωστόσο, χάρη στα κεφάλαια των σχεδίων σωτηρίας και στα χαμηλά επιτόκια, οι περισσότερες τράπεζες άρχισαν και πάλι να πληρώνουν τεράστια μπόνους στα κορυφαία στελέχη τους και παράλληλα αντιστέκονται δυναμικά στις μεταρρυθμίσεις που σχεδιάστηκαν για τον περιορισμό της ανάληψης ρίσκου και των αμοιβών.

Οι χαμένοι της κρίσης

«Εκανα τα ψώνια μου και βρήκα και εργασία» αναγράφει η διαφήμιση έξω από σουπερμάρκετ στο Βαρέζε της Ιταλίας, το οποίο διοργανώνει λοταρία για τους πελάτες του με έπαθλο μία θέση εργασίας

Οι μεγάλοι χαμένοι από αυτή την οικονομική καταστροφή είναι οι εργαζόμενοι στις αναπτυγμένες οικονομίες που πλήρωσαν τη laissez-faire ευελιξία του αμερικανικού τύπου καπιταλισμού. Από το 2007 ως τον Οκτώβριο του 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες απώλεσαν σχεδόν 8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, μια εξέλιξη που έριξε την αναλογία του εργασιακά ενεργού πληθυσμού επί του συνόλου του πληθυσμού από το 63% στο 58,5%. Το ποσοστό ανεργίας στο τέλος του 2009 ξεπερνούσε το 10%, η διάρκεια της παραμονής εκτός αγοράς εργασίας ήταν η μεγαλύτερη από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, εκατομμύρια είδαν τις ώρες εργασίας τους να περικόπτονται, ενώ εκατομμύρια ακόμη απογοητεύτηκαν τόσο από την έλλειψη θέσεων εργασίας που δεν μπήκαν καν στον κόπο να ψάξουν για δουλειά.

Η αναπτυγμένη Ευρώπη, ο Καναδάς και η Ιαπωνία κατέγραψαν σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας που θα κρατήσουν για πολύ καιρό. Η Ισπανία, η οποία επιτρέπει σε ευρεία κλίμακα τα συμβόλαια προσωρινής απασχόλησης, αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας επειδή οι ισπανοί εργαζόμενοι μπορούν να απολυθούν το ίδιο γρήγορα με τους εργαζομένους στις ΗΠΑ. Ορισμένες χώρες, για παράδειγμα η Γερμανία, η Σουηδία και η Νότια Κορέα, «έκρυψαν» την έλλειψη θέσεων εργασίας πληρώνοντας επιχειρήσεις για να διατηρήσουν εργαζομένους στο μισθολόγιό τους. Αυτό μπορεί να είναι αποτελεσματικό βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα.

Από τη δεκαετία του 1980 ως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας ήταν σαφώς χαμηλότερος από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Στις ΗΠΑ καταγράφηκε ανάκαμψη χωρίς να δημιουργούνται θέσεις εργασίας επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, ως την έκρηξη του κλάδου της υψηλής τεχνολογίας (dot. com) στο τέλος της δεκαετίας του 1990, και το φαινόμενο επαναλήφθηκε επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, μετά την επιβράδυνση του 2001. Η Σουηδία πέρασε μεγάλη ύφεση έπειτα από μια φούσκα στην αγορά ακινήτων και μια τραπεζική κρίση. Το ποσοστό ανεργίας ανέβηκε από 1,8% το 1990 σε 9,6% το 1994, προτού υποχωρήσει σε 5% το 2001. Δεκαέξι χρόνια μετά την κρίση, το ποσοστό ανεργίας ήταν 6,2% – τετραπλάσιο από το ποσοστό του 1990.

Το 1997, η Νότια Κορέα δεν επλήγη μόνο από την ασιατική οικονομική κρίση, αλλά και από την επιμονή των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να αυξήσει τα επιτόκια και να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις προκειμένου να λάβει βοήθεια. Η απασχόληση ανέκαμψε αλλά στηρίχθηκε σε «μη μόνιμες» θέσεις εργασίας με ελάχιστες παροχές, χαμηλούς μισθούς και περιορισμένη εργασιακή εξασφάλιση. Οι ανισότητες στην Κορέα διευρύνθηκαν, και από ένα μέσο επίπεδο έφτασαν στο δεύτερο υψηλότερο (μετά τις ΗΠΑ) ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ.

Η ασθενική αγορά εργασίας έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και στην ευημερία των ατόμων. Οι νέοι άνθρωποι που ψάχνουν την πρώτη τους δουλειά αλλά και οι έμπειροι εργαζόμενοι που χάνουν τη δουλειά τους, σε μια εξασθενημένη αγορά εργασίας υφίστανται οικονομικές απώλειες που θα διαρκέσουν για ολόκληρη τη ζωή τους. Η έρευνες για την ευτυχία δείχνουν ότι η ανεργία πλήττει την προσωπική ευτυχία σχεδόν όσο και η απώλεια ενός μέλους της οικογένειας.

Η επαναφορά των ΗΠΑ σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης δεν φαίνεται εφικτή, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Από το 1993 ως το 1998, οι ΗΠΑ δημιούργησαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας, οι οποίες ανέβασαν το ποσοστό των απασχολουμένων κατά 5,4%. Αν η απασχόληση αρχίσει να αυξάνεται με αυτόν τον ρυθμό από το 2010 και μετά θα χρειαστεί να περιμένουμε ως το 2015 για να φτάσει στα προ της ύφεσης επίπεδα. Και η αργή ανάκαμψη στις ΗΠΑ θα επιβαρύνει και τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, μειώνοντας και τις δικές τους θέσεις εργασίας.

Μια μακρά και επώδυνη περίοδος με υψηλή ανεργία είναι το αντίθετο από ό,τι πίστευαν οι περισσότεροι ειδικοί ότι θα παρήγαγε το ευέλικτο οικονομικό μοντέλο των ΗΠΑ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, πολλοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι η ασθενική συνδικαλιστική οργάνωση των ΗΠΑ, η απασχόληση χωρίς συμβατικές υποχρεώσεις για εργοδότη και εργαζόμενο, η περιορισμένη νομική προστασία των θέσεων εργασίας και ο υψηλός ρυθμός ανανέωσης του προσωπικού, αποτελούσαν τους κύριους παράγοντες για την επίτευξη χαμηλότερου ποσοστού ανεργίας από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Πολλές χώρες του ΟΟΣΑ έθεσαν σε εφαρμογή διάφορες μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης με την ελπίδα ότι θα βελτιώσουν τις οικονομίες τους κατά τα αμερικανικά πρότυπα.

Η άποψη ότι η ελαστικότητα είναι το κλειδί για την απασχόληση δεν είναι πλέον αποδεκτή. Στην ετήσια έκθεσή του για την απασχόληση το 2009, ο ΟΟΣΑ επανεξέτασε με αυστηρότητα τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που είχε ενθαρρύνει και κατέληξε στο ότι δεν επαρκούν για να βοηθήσουν τις χώρες-μέλη του στην προσπάθεια προσαρμογής στην ύφεση. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ «δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος για να αναμένουμε ότι οι πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας των χωρών του ΟΟΣΑ θα μειώσουν σε σημαντικό βαθμό την ευαισθησία τους σε σοβαρές οικονομικές υφέσεις».

Τα μαθήματα και οι υποχρεώσεις
Επομένως το μάθημα από την ύφεση είναι ξεκάθαρο. Το σάπιο σανίδι του καπιταλισμού δεν είναι η αγορά εργασίας, αλλά οι χρηματοοικονομικές αγορές. Στη χειρότερη περίπτωση, οι αποτυχίες στις αγορές εργασίας επιβαρύνουν σε περιορισμένο βαθμό τις κοινωνίες με το κόστος της μειωμένης αποδοτικότητας, ενώ οι αποτυχίες στις κεφαλαιακές αγορές βλάπτουν πολύ σοβαρά τις κοινωνίες- με τους εργαζομένους, αντί τους υπαιτίους των οικονομικών καταστροφών, να υποφέρουν περισσότερο. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, τα προβλήματα στην κεφαλαιακή αγορά των ΗΠΑ σπέρνουν τη δυστυχία σε όλο τον κόσμο.

Το οφείλουμε στους εργαζομένους που υπήρξαν θύματα αυτής της ύφεσης να ανακαλύψουμε εκ νέου τα οικονομικά ώστε να λειτουργούν για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, αντί να ενισχύουν αποκλειστικά τους χρηματιστές. Αυτό προϋποθέτει την αλλαγή των κινήτρων και των κανόνων του χρηματοοικονομικού τομέα. Από τη στιγμή που τίθενται σε κίνδυνο οι οικονομίες και οι θέσεις εργασίας άλλων χωρών, το οφείλουν στους πολίτες τους να πιέσουν τις ΗΠΑ να προχωρήσουν σε ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Ο κ. Ρίτσαρντ Φρίμαν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ένας εκ των διευθυντών του Προγράμματος Απασχόλησης και Εργασιακού Βίου της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ.