Ηπροφητεία δεν ταυτίζεται με τη μελλοντολογία. Ενώ η δεύτερη εμφανίζεται αποστασιοποιημένη, αντικειμενική και ποσοτικοποιημένη, η πρώτη εκφράζεται με τη μορφή ενοράσεων, προκαταλήψεων και εξάρσεων. Και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο προφητικός λόγος είναι μανιχαϊστικός, θεολογικός αλλά και στρατευμένος. Δεν είναι τυχαίο ότι από καταβολής κόσμου οι απολογητές των κατεστημένων εξουσιών προοιωνίζονται την ασυγκράτητη πορεία προς την πρόοδο και εξιδανικεύουν τις προοπτικές του συστήματος που υπηρετούν προδιαγράφοντας τη μακρόπνοη ιστορική δυναμική του, την ίδια στιγμή που οι αντίπαλοι υπογραμμίζουν τα όρια και τις αντιφάσεις του ίδιου αυτού συστήματος εξαγγέλλοντας τον επικείμενο όλεθρο και την καταστροφή. Κάθε τάξη πραγμάτων εκκολάπτει τους Πυγμαλίωνες και τις Κασσάνδρες της.

Από τον Ανταμ Σμιθ στον Καρλ Μαρξ
Ο καπιταλισμός δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Λίγες δεκαετίες μετά την αποκρυστάλλωση της φιλελεύθερης σχολής σκέψης που, από τον Ανταμ Σμιθ και πέρα, ταύτιζε την κυριαρχία του αγοραίου συστήματος με τον ορθολογισμό και την αέναη πρόοδο, η κριτική των σοσιαλιστών αποκωδικοποιούσε τις ιστορικές του προϋποθέσεις, επισήμαινε τις εσωτερικές του αντιφάσεις και ανέλυε τους λόγους για τους οποίους το σύστημα οδηγούνταν νομοτελειακά σε κατάρρευση. Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, ως ενδημικά στοιχεία του συστήματος αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων, οι κρίσεις ήσαν αναπόφευκτες, είτε με τη μορφή υπερεπένδυσης είτε με τη μορφή υποκατανάλωσης είτε επειδή το ποσοστό κέρδους τείνει μακροσκοπικά να μειώνεται. Υπ΄ αυτούς τους όρους, μοιραία, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα συγκρουσθεί με τις κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις. Η ρήξη με το ισχύον σύστημα συνιστά ιστορική αναγκαιότητα.

Ενάμιση αιώνα αργότερα, οι αναλυτικές μαρξιστικές προφητείες φαίνεται να έχουν διαψευσθεί από την ίδια την ιστορία. Εις πείσμα της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων και της αθλιότητας που εξέτρεφε, ο «υπαρκτός καπιταλισμός» προσαρμόστηκε δίχως δυσκολία στις μεταβαλλόμενες συνθήκες επιδεικνύοντας απείρως μεγαλύτερη ιστορική ανθεκτικότητα από το αντίπαλο στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σηματοδοτώντας τον θρίαμβο του φιλελεύθερου καπιταλισμού και το «τέλος της ιστορίας», η πτώση του Τείχους άνοιγε τον δρόμο στην «οριστική» υποταγή της οικουμένης στα κελεύσματα της ελεύθερης αγοράς. Ακόμα λοιπόν και αν οι περιοδικές κρίσεις, οι χρηματιστηριακές φούσκες και οι πολεμικές συρράξεις εξακολουθούσαν κατά καιρούς να κλονίζουν την αυτάρεσκη ευδαιμονία των κατεστημένων ιδεολόγων, η αναπαραγωγή του κυρίαρχου συστήματος συνέχιζε απρόσκοπτη. Από ένα σημείο και πέρα και παρά τις σωρευόμενες εκατόμβες των θυμάτων και των αποκλεισμένων, θεωρείται αυτονόητο ότι οι κρίσεις πάντα ξεπερνιούνται, οι αγορές πάντα ανανήφουν, οι ισορροπίες και η εμπιστοσύνη πάντα αποκαθίστανται και οι ρυθμοί ανάπτυξης πάντα ανακάμπτουν. Καταστρέφοντας ένα μέρος του παραγωγικού ιστού, οι κρίσεις ανανεώνουν απλώς την ασυγκράτητη επεκτατική δυναμική του. Για όσο καιρό εμφανίζονται νέες παραγωγικές και αναπτυξιακές διέξοδοι στις ακόρεστες συσσωρευτικές τάσεις του κεφαλαίου, η αγοραία αυτορρύθμιση είναι πάντα ικανή να φεύγει προς τα εμπρός. Ακόμα και εκείνοι που εξακολουθούν να μεταχειρίζονται τα μαρξιστικά αναλυτικά εργαλεία δεν πιστεύουν πια πως οι εσωτερικές συστημικές αντιφάσεις και κρίσεις του καπιταλισμού προεξοφλούν την επικείμενη ιστορική κατεδάφισή του. Ο διιστορικός ορθολογισμός της ατομικής ωφέλειας και του ατομικού κέρδους εξασφαλίζει τη συνέχιση μιας οικονομικής ανάπτυξης που εμφανίζεται ως αυτοσκοπός. Ετσι το παραγωγιστικό σύστημα φαντάζει αναντικατάστατο. Ακόμη και αν κλυδωνίζεται, το σκάφος δεν φαίνεται να μπορεί να βυθισθεί. (Fluctuat nec mergitur).

Υπό τους όρους αυτούς, εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει να συντρέχει κανένας λόγος που να οδηγεί το καπιταλιστικό σύστημα σε κατάρρευση ή να εμποδίζει την έλλογη αναπτυξιακή δυναμική να προχωρεί προς τη συνεχή υλική βελτίωση της ανθρώπινης μοίρας. Δεν υπάρχουν όρια στην εγγενή προμηθεϊκή δύναμη του ελεύθερου ανθρώπου να αναζητεί και να επιτυγχάνει τη μεγιστοποίηση των απολαύσεών του. Ακόμη και αν οι απόψεις για την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας συγκρούονται μετωπικά, ρητά ή σιωπηρά, όλοι, φιλελεύθεροι και κρατιστές, καπιταλιστές και κομμουνιστές, συναποδέχονται ότι η πρόοδος του ανθρώπινου γένους προϋποθέτει την αέναη υλική διόγκωση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Οι παγίδες του μέλλοντος

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: GΕΤΤΥΙΜΑGΕS

Το μέλλον όμως επιφυλάσσει παγίδες και εκπλήξεις. Ενάντια στην καθολική ευδαιμονιστική αναπτυξιακή συναίνεση η πανούργα ιστορία χαμογελάει σαρδόνια. Πράγματι το αντίπαλο δέος της υλικής προόδου δεν είναι ενδοσυστημικό αλλά εξωσυστημικό. Τα διαφαινόμενα ιστορικά όρια του καπιταλισμού δεν οφείλονται στις άλυτες εσωτερικές αντιφάσεις του και στις δομικές αδυναμίες του αλλά στην ίδια την ασυγκράτητη δυναμική του, δηλαδή στην επιτυχία και αποτελεσματικότητά του. Αντίθετα από ό,τι πίστευε ο Καρλ Μαρξ, το μέλλον του παραγωγικού συστήματος δεν προσκρούει στην αύξουσα αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στις παραγωγικές σχέσεις αλλά στη συνεχιζόμενη αλόγιστη «φυσική» ανάπτυξη των πρώτων δίχως καμία «αντίσταση» από τις δεύτερες που, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, φαίνονται σήμερα πρόθυμες να προσαρμόζονται στις περιστάσεις και να συμμορφώνονται προς όλες τις συστημικές υποδείξεις.

Πράγματι, εις πείσμα των σιωπηρών παραδοχών που διέπουν την κλασική οικονομική σκέψη, είναι γεγονός ότι η παραγωγή και η ανάπτυξη δεν μπορεί να διαδραματίζονται στους κόλπους ενός «κλειστού» κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Τόσο οι (ορθολογικοί) οικονομικοί στόχοι όσο, κυρίως, τα διαθέσιμα οικονομικά «μέσα» της οριοθετούνται από ένα πεπερασμένο φυσικό περιβάλλον. Αντλώντας και αναλίσκοντας τους αναγκαίους φυσικούς πόρους και αποδίδοντας στη φύση στάχτες, απόβλητα και απορρίμματα, μοιραία η παραγωγή αυξάνει την εντροπία, μειώνει τα διαθέσιμα αποθέματα και μετασχηματίζει αμετάκλητα το φυσικό περιβάλλον. Είτε ως ορατό είτε ως αόρατο, το κόστος της αναπαραγωγής του μεγιστοποιητικού παραγωγισμού είναι αναπότρεπτο.

Εδώ ακριβώς εντοπίζονται τα φυσικά όρια της οποιασδήποτε παραγωγικής διαδικασίας. Από τη στιγμή μάλιστα που η ασυγκράτητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αυξάνεται παγκοσμίως σε γεωμετρική κλίμακα, οι προεκτάσεις είναι μη αναστρέψιμες. Ακόμα και αν κυριαρχήσουν οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ακόμα και αν μειωθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση, ακόμα και αν περιορισθεί αποφασιστικά η σπατάλη, ακόμα και αν σταθεροποιηθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός, οι προοπτικές παραμένουν δυσοίωνες. Το περιβάλλον δεν βαρύνεται μόνο από τις ανορθολογικές πτυχές της ανάπτυξης αλλά από την ίδια τη μεθόδευση της ορθολογικής μεγιστοποίησης. Προκειμένου να παρασκευάζονται όλο και πλουσιότερες ομελέτες πρέπει να σπάζουν ολοένα και περισσότερα αναντικατάστατα αβγά. Τουλάχιστον μέχρι να είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί σε μαζική κλίμακα μια «ψυχρή» ενέργεια που όχι μόνο θα παράγεται «δωρεάν» αλλά και δεν θα εκλύει θερμότητα, οποιαδήποτε αύξηση της συνολικής παραγωγής απειλεί να συνεπιφέρει μη αναστρέψιμο εντροπικό κόστος. Και με αυτή την έννοια, ως τότε καμία μορφή ανάπτυξης δεν είναι δυνατόν να είναι κατά κυριολεξίαν αειφόρος.

Το μέλλον του καπιταλισμού φαίνεται πλέον να συναρτάται από τη δυνατότητά του να δώσει λύσεις σε αυτά τα τεράστια και πρωτόγνωρα προβλήματα. Οι όροι σύζευξης των μεγιστοποιητικών αφετηριών της οικονομικής σκέψης και του μελήματος συντήρησης του πλανητικού οίκου τελούν υπό ιστορική αίρεση. Και εδώ ακριβώς ίσως εντοπίζονται και τα όρια του καπιταλισμού. Πράγματι, αντίθετα με τον σοσιαλισμό που δεν θα ήταν κατ΄ ανάγκην ασύμβατος με τη μείωση της παραγωγής και τη συντήρηση μιας «σταθερής κατάστασης», ο καπιταλισμός είναι το πρώτο και το μόνο ιστορικό παραγωγικό σύστημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει και να αναπαραχθεί αλλιώς παρά μέσα από την αέναη επέκταση, διόγκωση και μεγιστοποίηση της ανάπτυξης. Αυτή είναι η πηγή του δυναμισμού του και το αίτιο της οικουμενικής του κατίσχυσης. Ο συμφεροντοκράτης «οικονομικός άνθρωπος» θριαμβεύει επειδή ακριβώς δεν γνωρίζει περιορισμούς στις ακόρεστες διαθέσεις του. Η ιστορία όμως δεν σταμάτησε ούτε τελείωσε. Βρίσκεται όμως σαφώς σε σταυροδρόμι. Η ανάγκη αυστηρού ελέγχου της παραγωγικής και ενεργειακής διόγκωσης καθιστά επιτακτική την άμεση αναθεώρηση των προτεραιοτήτων σε οικουμενική κλίμακα. Αλλά οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αντιστάσεις είναι δεδομένες και προφανείς. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι θα πρυτανεύσει τελικώς η λογική, παραμένει εκκρεμές το τεράστιο πολιτικό ζήτημα του κοινωνικού επιμερισμού της αναγκαίας αναπτυξιακής επιβράδυνσης ή «απο-ανάπτυξης» ανάμεσα στους ανθρώπους, στις εξουσίες, στις τάξεις, στους λαούς και στις γεωγραφικές ζώνες.

Οικουμενικό και ατομικό συμφέρον
Και στο σημείο αυτό δεν χωρεί αισιοδοξία. Είναι, αλίμονο, πιθανότατο ότι οι επικείμενες συγκρούσεις γύρω από τους όρους μιας εκ των άνω επιβαλλόμενης συρρίκνωσης της «κεκτημένης» καταναλωτικής ευημερίας θα είναι σκληρότερες από εκείνες που χαρακτήριζαν τον «εκ των κάτω» ανταγωνισμό για τη μεγιστοποίηση της ευμάρειας. Πολλώ μάλλον που μαζί με το δόγμα της απόλυτης ελευθερίας της οικονομικής πρωτοβουλίας θα πρέπει να αναθεωρηθεί όχι μόνο ο ατομικός έλεγχος των μέσων παραγωγής αλλά ίσως ακόμη και η δυνατότητα μιας ευρύτερης δημοκρατικής συναίνεσης σε ό,τι αφορά τους όρους κατανομής των παραγωγικών και καταναλωτικών περιορισμών και τους όρους καταστολής των αρνούμενων να συμμορφωθούν. Μολονότι το οικουμενικό συμφέρον του ανθρώπινου γένους είναι προφανές, το συμφέρον αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με τα συμφέροντα των κατ΄ ιδίαν «οικονομικών ανθρώπων» αλλά και με τα «γενικά συμφέροντα» των κατά τόπους συγκροτημένων συμβολαιακών κοινωνιών. Υπό τους όρους αυτούς, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το μέλλον του περιβάλλοντος και μαζί του του καπιταλισμού, των ατομικών δικαιωμάτων και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μπορούμε όμως να πιθανολογήσουμε ότι, όποιο και να είναι, το μέλλον ενός αενάως αναπαραγόμενου παραγωγιστικού καπιταλισμού θα είναι πλανητικά ολέθριο. Ως δέσμιοι των φαντασιώσεών μας, παραμένουμε έρμαια των παθών μας. Οπως έλεγε ο Μεφιστοφελής, «όλοι εξαρτιόμαστε από τα δημιουργήματά μας».

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας.