Δεύτερη συνεχόμενη μουντή Πρωτοχρονιά. Πέρυσι η διεθνής οικονομική κρίση και το μείγμα αγωνίας και απογοήτευσης για τα επεισόδια που είχαν κάψει τον τόπο. Εφέτος οικονομική ασφυξία που απειλεί τη χώρα με παύση πληρωμών και τον πληθυσμό με κακουχίες.

Υπάρχει μέσα σ΄ αυτή τη σκοτεινιά κάποιο περιθώριο αισιοδοξίας, ένας λόγος να στηρίξει με χαμόγελο τις προπόσεις μας για το νέο έτος; Εξ αντικειμένου, σίγουρα ναι. Οχι μόνο επειδή το κράτος διαθέτει ανεκμετάλλευτο πλούτο και επενδυτικές ευκαιρίες, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να δώσει ανάσες και ώθηση, όπως διαβάζουμε στην ειδική αρθρογραφία. Αλλά και επειδή, σε πείσμα των στατιστικών, η κοινωνική πραγματικότητα δείχνει ότι έχουμε περιθώρια και «θυσιών» και παραγωγικότερης προσπάθειας.

Οχι ότι συμμερίζομαι το επιχείρημα «οι ταβέρνες είναι γεμάτες». Πρώτον, επειδή δεν είναι- όχι πάντως στην έκταση που το λέμε. Η πολυτελής κατανάλωση ασφαλώς επιζεί, υπάρχουν άλλωστε πολλοί με τη δυνατότητα να τη στηρίζουν. Το «μάζεμα» στη ζωή των πολλών είναι όμως ορατό- από τον περιορισμό των εισαγωγών έως την πτώση της λιανικής ζήτησης. Δεύτερον, επειδή οι ταβέρνες δεν είναι το προσφορότερο τεκμήριο ευμάρειας- εκτός αν θεωρούμε ότι η αναψυχή θα έπρεπε ακόμη και σήμερα να είναι προνόμιο των ευπόρων.

Επίσης, δεν συμμερίζομαι ότι κανένας, δήθεν, δεν αντιμετωπίζει αληθινό πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοί που περνούν δύσκολα και μια κοινωνία που επιθυμεί τη συνοχή και τη συλλογική αξιοπρέπεια οφείλει να τους στηρίξει. Δεν πένεται όμως ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας, ούτε δρέπουν τα οφέλη της παραοικονομίας μόνο οι μεγαλοεπαγγελματίες, ούτε πεινούν ή σκοτώνονται στη δουλειά όλοι οι αγρότες. Η ίδια η κατανάλωσή μας, πολύ φυσιολογικά (και χωρίς καμία τύψη γι΄ αυτό), έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια κοντά στα δυτικοευρωπαϊκά επίπεδα, με μεγαλύτερο ποσοστό της για είδη που δεν συγκαταλέγονται στα πρώτης ανάγκης, εξ ου και συρρικνώθηκε τόσο απότομα με τα πρώτα νέα της οικονομικής κρίσης.

Εχουμε άρα το περιθώριο να συμβάλουμε σε μια συλλογική προσπάθεια νοικοκυρέματος χωρίς να υποφέρουμε ιδιαίτερα. Οπως έχουμε το περιθώριο παραγωγικότερης εργασίας (απόδειξη ότι η χώρα διέθρεψε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες) και μείωσης των δαπανών του δημόσιου τομέα.

Μόνο που η αξιοποίηση αυτών των αντικειμενικών περιθωρίων προϋποθέτει σχετική βούληση- και κόπο. Χαρακτηριστικά που πόρρω απέχουν από την αξίωση να μας δανείζουν οι ξένοι φτηνά (είναι, άκουσον, «κερδοσκόποι», λες και έως χθες τους νομίζαμε εθνικούς ευεργέτες), να είμαστε αργόμισθοι εμείς και να πληρώνουν φόρους οι άλλοι.

Δεν είναι παράξενο, βέβαια, να τα θέλει κανείς όλα. Κατά Μάικ Ροζάκη, «ε, τι τα θες, έτσι είν΄ η ζωή». Το ίδιο όμως λένε και οι δανειστές μας: άπληστοι εμείς, άπληστοι και εκείνοι- μόνο που αυτοί έχουν το χρήμα, ενώ εμείς δεν έχουμε άλλα περιθώρια.

Καλή μας χρονιά. Μπορούμε.