Στη λεωφόρο Κηφισιάς (ή Κηφισίας) επιβιώνει, ακόμη, κάπως ξεθωριασμένη από τον ήλιο, η πινακίδα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας: «in the true spirit of the games»… Τι έχει μείνει από τότε; Πολύ περισσότερο από την πινακίδα μοιάζει να έχουν ξεθωριάσει η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό αλλά και η δική μας εικόνα για τη χώρα μας- η πίστη στις δυνάμεις μας. Μέσα σε πέντε χρόνια.

Συγκαταλεγόμουν εξαρχής μεταξύ εκείνων που αντιτάσσονταν στην ανάληψη των Αγώνων. Πίστευα ότι το μεγάλο κόστος της διοργάνωσης, πολλαπλασιασμένο στην περίπτωσή μας εξαιτίας του τρόπου που «γίνονται οι δουλειές» εδώ, δεν άξιζε τον κόπο- και ότι μια χώρα με πολιτική σοβαρότητα δεν χρειάζεται την αφορμή μιας γιορτής για να προγραμματίσει και χρηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της και την προβολή της προς τα έξω. Το μεγάλο χρέος που αναλήφθηκε δικαίωσε, νομίζω, τις τότε επιφυλάξεις- αν και η μετέπειτα επενδυτική απραξία παρέχει ισχυρό επιχείρημα σε όσους υποστήριζαν ότι χωρίς μια τέτοια «πρόκληση» δεν θα είχε γίνει τίποτε. Με όποια εκδοχή, ήταν, ωστόσο, μια μεγάλη προσπάθεια, ένα «έργο» που πέτυχε και άφησε θετικές εντυπώσεις στο εξωτερικό, αλλά και ηθική ικανοποίηση στους περισσότερους Ελληνες- η χώρα έδειξε ότι μπορεί κάτι μεγάλο.

Στην πενταετία που ακολούθησε η περηφάνια έσβησε μέσα στο χρέος, στην απραξία και στις αντιπαραγωγικές δαπάνες. Οι εθνικοί στόχοι, έστω η Ολυμπιάδα ή η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, έδωσαν τη θέση τους σε «επαρχιωτικές» οπτικές και ανάλογα τεχνάσματα, όπως η δημοσιονομική απογραφή και η πλασματική αναπροσαρμογή του ΑΕΠ, σε προϋπολογισμούς που δεν τηρούνταν, σε έξοδα που έτρεχαν και διογκώνονταν χωρίς να υποστηρίζουν έργα πνοής. Σε χαμένα χρόνια φθοράς. Εκδηλη η τελευταία στην κατάσταση της ίδιας της ολυμπιακής κληρονομιάς, που όχι μόνο δεν μεταμόρφωσε την Αθήνα (εκτός από την πρόοδο στον συγκοινωνιακό τομέα), όπως κάποιοι οραματίζονταν από το παράδειγμα της Βαρκελώνης, αλλά δεν μεταφράστηκε καν σε ουσιώδη εμπλουτισμό των χώρων δημόσιας άθλησης και αναψυχής- ένα μέρος της αφέθηκε απλώς στην παρακμή. Μέσα σε μία πενταετία φάνηκαν οι συνέπειες της απώλειας χρόνου (κυριολεκτικά… χρόνο με το χρόνο), της έλλειψης μεταρρυθμίσεων προόδου, της ροπής αδρανείας και της διολίσθησης σε μια διοίκηση ραθυμίας και διαφθοράς. Η ευθύνη βαρύνει, φυσικά, πρωτίστως τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του κ. Κ. Καραμανλή, βαρύνει όμως και εμάς που ανανεώσαμε την εμπιστοσύνη μας στην παράταξη το 2007 ενώ τα δείγματα γραφής είχαν ήδη σωρευτεί, καθώς και τον συνδικαλισμό και τον δημόσιο (και δημοσιογραφικό) λόγο μας, που βολευτήκαμε στην ευκολία της απραξίας εν υπερχρεώσει.

Το 2009 φεύγει, το 2004 δεν είναι χρονικά μακρινό και όμως μοιάζει να έχουμε διανύσει αρνητική απόσταση που υπερβαίνει πολύ την πενταετία. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας να μη συνεχίσουμε έτσι.