Η συζήτηση για τα νομοσχέδια με τα οποία ρυθμίζονται οι τραπεζικές οφειλές ιδιωτών και επιχειρήσεων κινείται σε επίπεδο αμιγώς οικονομικό. Από τη μία πλευρά κυβέρνηση, επιχειρήσεις και νοικοκυριά υποστηρίζουν ότι πρέπει να δοθεί μία ανάσα σε όσους πιέζονται από χρέη, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην κρίση, αλλά και να ανακτήσουν το κίνητρο να συμβάλουν στην αναθέρμανση της οικονομίας. Από την άλλη οι τράπεζες φοβούνται τις επιπτώσεις στη ρευστότητα και στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, από τις οποίες εξαρτάται το πόσα δάνεια- και με τι επιτόκιο- θα χορηγούν στο μέλλον.

Η διχογνωμία επαναφέρει, αν και σε διαφορετική βάση, τη διεθνή συζήτηση για το αν οι δημόσιες επιδοτήσεις έπρεπε να οδεύσουν προς τα κλονιζόμενα πιστωτικά ιδρύματα ή απευθείας προς τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων μειωμένης ασφάλειας. Το επείγον- και ευκολότερο- ήταν η στήριξη των τραπεζών, η πτώση των οποίων θα προκαλούσε ντόμινο πτωχεύσεων στο πιστωτικό σύστημα. Σήμερα, με τις τράπεζες σε τροχιά εξυγίανσης, ενισχύεται η άποψη πως θα πρέπει, όπως στηρίχθηκαν εκείνες, να στηρίξουν τους κλονιζόμενους δανειολήπτες τους.

Η απάντηση ως προς τις προϋποθέσεις της συνδρομής αυτής δεν είναι εύκολη, καθώς δεν είναι ευχερώς προβλέψιμος ο αντίκτυπος στις τράπεζες. Ακόμη δυσκολότερο είναι να αποτιμήσει κανείς τι είδους μήνυμα θα μετέδιδε προς την κοινωνία μια ρύθμιση με χαλαρούς όρους σε σχέση με ό,τι αποκαλείται «ηθική της εργασίας» και οικονομική σύνεση και ευθύνη του κάθε πολίτη. Δανειολήπτες και τραπεζίτες θα αντέτειναν, βέβαια, ότι σήμερα δεν βαρύνει η ηθική παράμετρος, αλλά η απτή οικονομική συνέπεια του μέτρου. Αν μια γενικευμένη «σεισάχθεια» τεκμαίρεται επιτεύξιμη και επωφελής για την οικονομία, πρέπει να γίνει- κι ας είναι και «άδικη».

Εχουν δίκιο. Ωστόσο, ακόμη και αν αποφασίσουμε ότι μπορεί- και ωφελεί οικονομικά- να επιβληθεί διά νόμου ένας ευρύς διακανονισμός ή και διαγραφή χρεών, δεν θα έπρεπε να μας αφήνει αδιάφορους το τι νοοτροπία ενδέχεται να καλλιεργεί κάτι τέτοιο (όπως δεν είναι αδιάφορο ως κοινωνικό «μήνυμα» το τι δυσανάλογα ανταλλάγματα εξασφαλίζουν λόγω πολιτικών πιέσεων ορισμένες συντεχνίες σαν τους λιμενεργάτες ή πόσο κατάχρεα είναι τα πολιτικά μας κόμματα). Υπάρχουν ασφαλώς πολλές οικογένειες και επιχειρήσεις, η υπερχρέωση των οποίων οφείλεται αποκλειστικά στην άσχημη τροπή των οικονομικών συνθηκών και όχι σε άστοχες δικές τους επιλογές. Υπάρχουν, όμως, επίσης πολλές που δεν δικαιούνται να αιτιώνται τόσο το «ζαβό το ριζικό» όσο το δικό τους έλλειμμα σύνεσης.

Δεν είναι μόνο οι τράπεζες υπεύθυνες για το τι δάνεια παίρνουμε- ιδίως αν τα διαθέτουμε σε επιπόλαιη κατανάλωση-, ούτε ευθύνεται πάντοτε η ανέχεια για τη μηδενική μας αποταμίευση. Οταν ο νόμος – έστω για σπουδαίο λόγο- αίρει τις συνέπειες της αφροσύνης, «πριμοδοτεί» τους απερίσκεπτους. Ακριβώς όπως οι κατά καιρούς ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους οφειλέτες φόρων- οσοδήποτε σκόπιμες – δεν συνδράμουν μόνο την ανέχεια: επιβραβεύουν και την ασυνέπεια.