Σε πρόσφατο άρθρο μου («Μία δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», «Το Βήμα» 18.10.09) αναφερόμουν στην οξεία αλλεργία που έχει προκαλέσει στους εγχώριους θεματοφύλακες της πολιτικά ορθής ιστοριογραφίας η ανανέωση της ιστορικής έρευνας για τη δεκαετία του ΄40. Τη δημοσίευση του άρθρου αυτού συνόδευσαν οι συνηθισμένες αντιδράσεις που ανακυκλώνονται εδώ και κάμποσα χρόνια με περισσότερο ή λιγότερο κόσμιο τρόπο. Ετσι, κάποιος ισχυρίστηκε ότι η ιστορική έρευνα αποτελεί μονοπώλιο των ιστορικών, απαιτώντας να αποκλειστούν απ΄ αυτήν οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες («Τα Νέα», 19.11.09), άλλος ξιφούλκησε εναντίον των «μισθοφόρων της Νέας Δεξιάς» («Ελευθεροτυπία», 5.12.09), ενώ ένας τρίτος θεώρησε καλό να δημοσιοποιήσει τις φαντασιώσεις του για τα «γαλάζια άτια του ανορθολογισμού» («Αthens Review of Βooks», Δεκέμβριος 2009). Τείνω να αντιμετωπίζω τέτοιους είδους σχόλια με επιείκεια, ιδίως στον βαθμό που μπορούν να θεωρηθούν ατυχή αλλά αναπόφευκτα επακόλουθα προκεχωρημένης ηλικίας.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για πρόσφατη βιβλιοκρισία του Χάγκεν Φλάισερ («Τα Νέα», 28.11.09), ο οποίος μέμφεται τον Πέτρο Μακρή-Στάικο για τη δημοσίευση της έκθεσης του βρετανού ταγματάρχη Ντέιβιντ Ουάλας και επικρίνει τον γράφοντα για το εισαγωγικό του σημείωμα στο ίδιο βιβλίο. Και αυτό γιατί πρόκειται για έναν κατά τεκμήριον σοβαρό ιστορικό, ο οποίος άλλωστε επαναλαμβάνει παρόμοιες αιτιάσεις με αξιοσημείωτη τακτικότητα.

Σύμφωνα με τον Φλάισερ, η δημοσίευση της έκθεσης Ουάλας είναι ιστορικά και πολιτικά ύποπτη:

Πεζοπόρο τμήμα του τακτικού στρατού, σε πορεία στην περιοχή της Κόνιτσας, κατά την περίοδο του Εμφυλίου

«ξεθάβεται», όπως γράφει, για να εξυπηρετήσει τους στόχους των μελών του «νέου κύματος» τα οποία ασχολούνται με «πραγματικές ή μη αυθαιρεσίες του ΕΑΜ εις βάρος ελλήνων αντιφρονούντων» για να στηρίξουν την «πάγια θέση τους ότι η “κόκκινη” τρομοκρατία επεσκίαζε τη “μαύρη” (των κατακτητών και δωσιλόγων)». Ο Φλάισερ ελέγχει ως εσφαλμένο τον ισχυρισμό που διατυπώνω στο εισαγωγικό μου σημείωμα, ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ψυχρός Πόλεμος συγχωνεύονται σταδιακά στην Ελλάδα του 1943-44, ισχυρισμό που ο ίδιος ταυτίζει με την άποψη ότι «ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μόνο εκ παραδρομής και μόλις για δύο χρόνια (1941-43) πήρε τη μορφή αντιφασιστικού πολέμου». Τέλος, με ψέγει για το συμπέρασμά μου ότι το ιστοριογραφικό μήνυμα του Ουάλας παραμένει επίκαιρο και σήμερα.

Δέχθηκα με χαρά την πρόταση του Μακρή-Στάικου να προλογίσω την έκθεση Ουάλας, ένα ιστορικό τεκμήριο αναμφισβήτητης σημασίας που φωτίζει τις ενδοβρετανικές συγκρούσεις σε σχέση με το ΕΑΜ και τη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και που παρέχει στον έλληνα αναγνώστη τη δυνατότητα να δει την ορεινή Ελλάδα του 1943 μέσα από τα μάτια ενός οξυδερκούς βρετανού παρατηρητή. Στο εισαγωγικό μου σημείωμα υπογράμμιζα τη διπλή ιστοριογραφική αξία της έκθεσης. Η ανάλυση του Ουάλας μάς υπενθυμίζει την ανάγκη να προσεγγίσουμε το πολυσυζητημένο θέμα των «πραγματικών προθέσεων» του ΚΚΕ και του ΕΑΜ όχι ως ασπρόμαυρη επιλογή ανάμεσα στη βίαιη κατάληψη και μονοπώληση της εξουσίας από τη μία ή την απλή πολιτική συμμετοχή σε μια δημοκρατική πολιτεία από την άλλη, αλλά ως μια πολύ πιο σύνθετη στρατηγική στην οποία ο ρόλος των ελιγμών έπαιζε κεντρικό ρόλο. Στην ανάγκη της σύνθετης ανάγνωσης αναφέρεται εξάλλου και το σχόλιό μου για την ιστοριογραφική επικαιρότητα της έκθεσης. Επιπλέον, πρόκειται για ένα κείμενο που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο η αντιφασιστική διάσταση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαπλέκεται με τη σύγκρουση καπιταλιστικής Δύσης και κομμουνιστικής Ανατολής- τον Ψυχρό Πόλεμο δηλαδή. Ο ίδιος ο Ουάλας είναι πολλαπλά μοιραίος άνθρωπος, καθώς ενσαρκώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη διττή αυτή διάσταση του πολέμου: εργάστηκε για την αποτροπή των σχεδίων του ΚΚΕ συμμετέχοντας συγχρόνως στον αντιφασιστικό αγώνα, στον οποίο θυσίασε την ίδια του τη ζωή όταν τον χτύπησε γερμανικό βόλι στη Μενίνα της Ηπείρου το 1944. Με άλλα λόγια, είναι τελείως προφανές ότι οι πολιτικές συγκρούσεις στην ορεινή Ελλάδα του 1943-44, που θα κορυφωθούν στη μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944, καθόλου δεν αναιρούν τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά συνυπάρχουν με αυτόν. Ολα αυτά είναι εντελώς αυτονόητα και θα περίμενε κανείς ότι δύσκολα θα προσέφεραν πεδίο παρανοήσεων. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο.

Για τον Φλάισερ η δημοσίευση της έκθεσης Ουάλας αποτελεί αφορμή για μία ακόμα δίκη προθέσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά: παλαιότερα είχε αποφανθεί ότι απεργάζομαι την επιστροφή της Ελλάδας στα «πέτρινα χρόνια»! Οσο για την απαξιωτική αναφορά του σε έρευνες που ασχολούνται με «πραγματικές ή μη αυθαιρεσίες του ΕΑΜ εις βάρος ελλήνων αντιφρονούντων», δεν αποτελεί εμφανή κακοήθεια η εκτόξευση υπονοουμένων αντί της αναφοράς σε συγκεκριμένες«φανταστικές αυθαιρεσίες»; Αντίστοιχης ποιότητας είναι ο ισχυρισμός περί της δήθεν «πάγιας θέσης» των «εκπροσώπων» του «νέου κύματος» ότι η «κόκκινη» τρομοκρατία επεσκίαζε τη «μαύρη» (των κατακτητών και δωσιλόγων). Πρόκειται για ισχυρισμό που υπονοεί και αναπαράγει τη γνωστή καραμέλα περί νομιμοποίησης των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών. Από τον Φλάισερ θα περίμενε κανείς μια πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση. Προφανώς αγνοεί τις σχετικές δημοσιεύσεις, ειδάλλως θα είχε αντιληφθεί ότι η προσεγγιστική εκτίμησή μου για τα θύματα της Κατοχής πανελλαδικά διαφέρει από τη δική του: αναφέρω 40.000 θύματα των κατακτητών και των συνεργατών τους και 15.000 θύματα του ΕΑΜ (βλ. Stathis Ν. Κalyvas, Τhe Logic of Violence in Civil War, Cambridge University Ρress 2006, 249). Αν, τέλος, ήταν ένας ελάχιστα καλόπιστος αναγνώστης, ο Φλάισερ θα είχε προ πολλού αντιληφθεί ότι αντικείμενο της μελέτης της εμφύλιας βίας, για την οποία υπάρχει εκτεταμένη διεθνής βιβλιογραφία που επίσης αγνοεί, καθόλου δεν είναι η ανάδειξη πρωταθλητών ή μειοδοτών της βίας, λες και προσδίδει ηθικό προβάδισμα το ποιος σκότωσε τους λιγότερους… Εκεί όμως όπου η κακοπιστία συναντά το πιο ακραίο αντιεπιστημονικό ένστικτο είναι όταν αποδοκιμάζεται η ίδια η δημοσίευση ενός ιστορικού τεκμηρίου. Η λέξη μάλιστα που χρησιμοποιεί ο Φλάισερ είναι καθ΄ όλα ενδεικτική: «ξεθάβεται», μας λέει, η έκθεση Ουάλας, ορολογία που εξισώνει την ιστορική έρευνα με την… τυμβωρυχία. Προφανώς, θεωρεί ότι ορισμένα ιστορικά τεκμήρια θα ήταν καλύτερο να παραμένουν «θαμμένα», μια θέση που τον οδηγεί στην απόλυτη ταύτιση με το ΚΚΕ, το οποίο ως γνωστόν απαγορεύει την πρόσβαση των ερευνητών στο αρχείο του.

Η αντίληψη αυτή, σε συνδυασμό με αντίστοιχες που ξέσπασαν όταν δημοσιεύθηκε το ημερολόγιο Βλαντά, δείχνει ότι δυστυχώς στην Ελλάδα ευδοκιμεί ένα είδος ιστορικών που ρέπουν προς την επιλεκτική χρήση των ιστορικών τεκμηρίων. Είναι θλιβερό ένας ιστορικός με αξιόλογη συμβολή κατά το παρελθόν να εκτροχιάζεται τόσο άσχημα στη δύση της καριέρας του.

Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale.