Η ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατίας εξαρτάται απόλυτα από τον τρόπο που στο κάθε πολιτειακό σύστημα λειτουργεί η αρχή των «ελέγχων και των ισορροπιών» με στόχο να μη δημιουργείται υπερσυγκέντρωση εξουσίας.

Γι΄ αυτό πολλοί βουλευτές όλων των κομμάτων δικαιολογημένα προσεγγίζουν με προβληματισμό και επιφυλακτικότητα τη συζήτηση που διαφαίνεται να ανοίγει για την εφαρμογή του γερμανικού εκλογικού νόμου. Το γερμανικό σύστημα, όπως φαίνεται να υιοθετείται, προτάσσει έναν μεγάλο αριθμό μονοεδρικών περιφερειών και έναν επίσης μεγάλο αριθμό βουλευτών (επικρατείας) ευρείας περιφέρειας. Ενισχύει, δηλαδή, περαιτέρω με την εφαρμογή του στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα το αρχηγικό μοντέλο των κομμάτων και απολυτοποιεί τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του συστήματός μας καταστρέφοντας πλήρως το υφιστάμενο ελληνικό σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών».

Το σύστημα αυτό λειτουργεί αποδοτικά σε ένα διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον από το ελληνικό. Η αντιγραφή του θα μπορούσε να καταστεί εξαιρετικά προβληματική για το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο διαπνέεται από εντελώς άλλη φιλοσοφία. Δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ασφαλιστικές δικλίδες για την εφαρμογή ενός τέτοιου εκλογικού νόμου.

Συγκεκριμένα, η Γερμανία είναι ομοσπονδιακό κράτος με σαφώς κατανεμημένες αρμοδιότητες μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των τοπικών κυβερνήσεων. Διαθέτει δύο αλληλοελεγκτικά κοινοβούλια. Εχει θεσπισμένο «νόμο των κομμάτων» που προσδιορίζει με ακρίβεια τους κανόνες εσωκομματικής δημοκρατίας, των οποίων η τήρηση εποπτεύεται από την ύπαρξη και τη λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Υπάρχει νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακυρώνει εκλογές στο κρατίδιο του Αμβούργου διότι δεν τηρήθηκαν σωστά οι δημοκρατικοί κανόνες για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο γερμανικός εκλογικός νόμος λειτουργεί αποτελεσματικά σε ένα εντελώς διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον και απευθύνεται σε μια αλλιώτικη πολιτική κουλτούρα. Η εφαρμογή του στην Ελλάδα θα απολυτοποιούσε τον αρχηγικό χαρακτήρα των παρατάξεων και τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του συστήματος και θα κλόνιζε σοβαρά την ποιότητα της δημοκρατίας των κομμάτων. Παράλληλα θα δημιουργούσε δύο κατηγορίες βουλευτών προσκρούοντας σε βασικές διατάξεις του Συντάγματος και σε μεγάλο βαθμό θα ταύτιζε πλήρως την εκτελεστική με τη νομοθετική εξουσία, αφού η διαμόρφωση της σύνθεσης και των δύο θα περιερχόταν απόλυτα στα χέρια του ίδιου προσώπου που είναι αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργός.

Η εκλογή των προέδρων από τη βάση του κόμματος, τόσο στο ΠαΣοΚ όσο και στη ΝΔ, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό βήμα προόδου που αλλάζει τα δεδομένα ενισχύοντας τον συμμετοχικό χαρακτήρα της δημοκρατίας μας. Η ενίσχυση αυτή όμως δεν μπορεί να είναι ετεροβαρής, ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται ένα γερμανικό μοντέλο εκλογικού νόμου. Αν υιοθετούνταν κάτι τέτοιο, θα ήταν αναγκαίο οι πολίτες-μέλη να συμμετέχουν δημοκρατικά στην κατάρτιση ψηφοδελτίων, στη διαμόρφωση προγραμματικού λόγου, στην ανάθεση χρίσματος στους αυτοδιοικητικούς κτλ. Διαφορετικά η μονομερής και ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση των αρχηγών θα διέλυε τα δημοκρατικά κόμματα ενισχύοντας τις χρόνιες παθογένειές τους όπως η οικογενειοκρατία, η ευνοιοκρατία κτλ.

Είναι βέβαιον ότι εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και εμβάθυνση της συμμετοχικής δημοκρατίας μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη μετεξέλιξη του δικού μας μοντέλου σε συνδυασμό με την αξιοποίηση και την ενσωμάτωση νέων επιτυχημένων ιδεών που προηγουμένως θα έχουν προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα και νοοτροπία.

Η αναπροσαρμογή μικρότερων και μεγαλύτερων περιφερειών χωρίς όμως να καθίστανται μονοεδρικές, η εφαρμοσμένη συμμετοχική δημοκρατία μέσα στα κόμματα και η θεσμική και πολιτική κατοχύρωση της οριζόντιας διάκρισης εξουσιών (πολιτική, αγορά, έρευνα) είναι ίσως μια πρώτη ρεαλιστική και συνάμα ελληνική απάντηση σε ένα άκριτο γερμανικό μοντέλο.

Ο κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης είναι βουλευτής ΝΔ Ροδόπης, τ. υπουργός, διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.