Μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της νέας κυβέρνησης ήταν η στην πράξη έμφαση στην αξιοκρατία, τη διαφάνεια και το κράτος δικαίου. Από την πρόσκληση στον Συνήγορο του Πολίτη στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο ως τον διορισμό άφθαρτων και μη κομματικών Γενικών Γραμματέων (συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων που έχουν ήδη διακριθεί στον τομέα της ευθύνης τους) η κυβέρνηση δείχνει ότι πράγματι θέλει να αλλάξει τα κακώς κείμενα της πολιτικής κουλτούρας της χώρας μας.

Ο νέος εκλογικός νόμος
Από ό,τι έχει δημοσιευθεί στον Τύπο, φαίνεται ότι το νέο εκλογικό σύστημα θα ακολουθήσει το λεγόμενο γερμανικό σύστημα. Αλλά η πρακτική μονοεδρικών περιφερειών ακολουθείται και στη Βρετανία, την παλαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ευρώπη. Η εμπειρία και των δύο χωρών μάς βοηθά να καταλάβουμε τη λογική του νέου νόμου. Η λογική των μονοεδρικών περιφερειών έχει δύο σημαντικά πρακτικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, δεν υπάρχουν στις εκλογές ανθυποψήφιοι του ιδίου κόμματος. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνητικοί βουλευτές δεν συναγωνίζονται μεταξύ τους για προβολή σε ένα τεράστιο εκλογικό σώμα με ρουσφέτια ή με άλλα μέσα. Αυτόματα ο ρόλος της τηλεόρασης (δηλαδή των ισχυρών εκδοτών και τηλεπαρουσιαστών που ρυθμίζουν την πρόσβαση στην τηλεόραση) μειώνεται. Το κόστος μιας πολιτικής καμπάνιας επίσης μειώνεται. Το επίπεδο των υποψηφίων παράλληλα θα ανεβεί. Αν τα κόμματα επιλέξουν προκριματικές εκλογές για την εκλογή υποψηφίων, είναι προφανές ότι μόνον τα μέλη και φίλοι του κόμματος της συγκεκριμένης περιφέρειας θα έχουν λόγο.

Αυτό οδηγεί στο δεύτερο πρακτικό πλεονέκτημα. Οι υποψήφιοι βουλευτές έχουν ισχυρότατο κίνητρο να αποκτήσουν ισχυρούς δεσμούς με την περιφέρεια της εκλογής τους. Λόγω δε του μικρού μεγέθους των εκλογικών περιφερειών, οι ισχυροί αυτοί δεσμοί είναι κάτι πολύ πιο εφικτό. Η επαφή αυτή είναι κάτι το συνηθισμένο στην Αγγλία όπου οι βουλευτές δέχονται οποιονδήποτε στα γραφεία τους στις περιφέρειες όπου εκλέγονται. Συχνά οι βουλευτές είναι πρώην δημοτικοί σύμβουλοι που γνωρίζουν πολύ καλά τα τοπικά προβλήματα.

Συνεπώς το προτεινόμενο νέο εκλογικό σύστημα καταφέρνει και να μειώσει την επιρροή του χρήματος στην πολιτική και να μειώσει τα κίνητρα για διαφθορά. Είναι όμως αυτό αρκετό;

Η ενισχυμένη αναλογική

Στιγμιότυπο από την ορκωμοσία των μελών της Βουλής μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου

Ενα από τα κοινώς λεγόμενα του πολιτικού μας βίου είναι ότι το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής είναι το «δικαιότερο» σύστημα. Οτι η ενισχυμένη αναλογική, που παγίως ακολουθούμε στην Ελλάδα, ενισχύει το πρώτο κόμμα χάριν της κυβερνητικής σταθερότητας θυσιάζοντας τη δίκαιη κατανομή των εδρών στη Βουλή. Οι υποστηρικτές της ενισχυμένης παραδέχονται την ανάλυση αυτή ως αυτονόητη, αλλά προσθέτουν ότι σε μια χώρα με τα προβλήματα της Ελλάδας καλώς θυσιάζουμε την πολυτέλεια της δίκαιης απλής αναλογικής, χάριν της απολύτως απαραίτητης αποτελεσματικότητας των αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Οι υποστηρικτές της απλής αναλογικής αντιτείνουν ότι η δικαιοσύνη έχει προτεραιότητα. Και όμως μια πιο σοβαρή θεώρηση του ζητήματος δείχνει ότι είναι δύσκολο να δούμε τι μοιράζει δίκαια η απλή αναλογική.

Ας υποθέσουμε ότι η απλή αναλογική μοιράζει βουλευτικές έδρες σε ευθεία αναλογία με τις ψήφους του κάθε κόμματος. Ενα ποσοστό 40% των ψήφων οδηγεί σε 40% των εδρών. Για να δείξουμε ότι το σύστημα είναι το δικαιότερο πρέπει να δείξουμε ότι μοιράζει δίκαια κάτι. Τι είναι όμως αυτό που μοιράζεται δίκαια από την απλή αναλογική; Η πρώτη μας σκέψη ίσως είναι ότι αυτό που μοιράζεται δίκαια είναι η εξουσία. Οτι τα κόμματα θα αποκτήσουν τόση εξουσία όση και ψήφους. Αυτό όμως είναι προφανώς λάθος. Σε όλα τα κοινοβουλευτικά συστήματα η εξουσία μοιράζεται άνισα. Η αντιπολίτευση δεν μετέχει στην εξουσία κατ΄ αναλογία με τις ψήφους της. Ενα κόμμα που εξασφαλίζει το 50% των εδρών συν μία, θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση έχει δυσανάλογα μικρότερη εξουσία, δεν έχει για παράδειγμα κανένα υπουργείο, αν και μπορεί να έχει 49% των εδρών. Η απλή αναλογική δεν αποκλείει το αποτέλεσμα αυτό.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κυβερνήσεων συνεργασίας. Τα δύο ή τρία κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση θα μοιραστούν τα υπουργεία και τις κυβερνητικές ευθύνες. Ενα κόμμα του 5% μπορεί να βρίσκεται στην κυβέρνηση, ενώ ένα κόμμα του 40% στην αντιπολίτευση. Αρα η απλή αναλογική, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή κυβέρνηση συνασπισμού, ποτέ δεν μοιράζει την εξουσία ανάλογα με τις ψήφους των κομμάτων. Κοινοβουλευτική εξουσία
Μήπως η απλή αναλογική μοιράζει δίκαια την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και εξουσία; Αυτή φαίνεται ίσως η πιο πειστική άποψη αφού οι έδρες μοιράζονται ανάλογα με τις ψήφους.

Η δικαιοσύνη αυτή όμως είναι μόνον φαινομενική και τυπολατρι κή. Η επιρροή ενός κόμματος στο κοινοβούλιο δεν εξαρτάται μόνον από τον αριθμό των βουλευτών του. Η Βουλή είναι κομμάτι της διακυβέρνησης της χώρας και λειτουργεί στη σκιά της κυβέρνησης. Οι βουλευτές έχουν επιρροή στη Βουλή μόνον εάν μπορούν να επηρεάσουν τα σχέδια της κυβέρνησης. Σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία οι πιο σημαντικοί βουλευτές είναι οι βουλευτές της συμπολίτευσης που αν δυσαρεστηθούν μπορούν όχι μόνο να καταψηφίσουν τα νομοσχέδιά της αλλά και να τη ρίξουν. Σε μια κυβέρνηση συνασπισμού (που είναι και η πιο πιθανή στο σύστημα της απλής αναλογικής) οι πιο ισχυροί βουλευτές θα είναι πάλι οι βουλευτές της συμπολίτευσης που μπορούν όποια στιγμή θέλουν να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι κατά την απλή αναλογική κάθε κόμμα έχει τους βουλευτές που αναλογούν στις ψήφους του, το βάρος τους στη Βουλή δεν συνδέεται με τις ψήφους αυτές. Εχει σχέση με τις ισορροπίες του κυβερνητικού συνασπισμού.

Δίκαιη διακυβέρνηση
Η υποστήριξη της απλής αναλογικής φοβάμαι ότι είναι κομμάτι ενός λαϊκιστικού επιχειρήματος το οποίο εσφαλμένως υποστηρίζει ότι ο αριθμός των ψήφων οφείλει να αναλογεί σε μερίδιο της εξουσίας. Οπως όμως έδειξα παραπάνω, οι κοινοβουλευτικές εκλογές ποτέ δεν οδηγούν σε αναλογική μοιρασιά της εξουσίας. Ολη αυτή η συζήτηση μας απομακρύνει από τη δικαιοσύνη που έχει πράγματι σημασία, δηλαδή τη δίκαιη διακυβέρνηση της χώρας. Η έννοια αυτή δεν είναι η ίδια με την ίση μοιρασιά της εξουσίας.

Στο κοινοβουλευτικό σύστημα κάνουμε τη ρεαλιστική παραδοχή ότι κάποιοι θα κυβερνούν και οι υπόλοιποι θα ελέγχουν. Το σχήμα αυτό δεν οδηγεί στην ολιγαρχία διότι οι λίγοι που κυβερνούν υπόκεινται σε πολλαπλούς ελέγχους από τη Βουλή, τις ανεξάρτητες αρχές, τη δικαιοσύνη και τον Τύπο ενώ τελικά κρίνονται στη δημόσια δοκιμασία των εκλογών. Η άποψη αυτή για τη δημοκρατία ήταν, πιστεύω, και η άποψη που συμμερίζονταν οι σημαντικότεροι έλληνες συνταγματολόγοι, ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Αριστόβουλος Μάνεσης (και στο βιβλίο μου Συνταγματισμός και Πολιτικές Αξίες, Σάκκουλας, 1999, προτείνω μια ανάλυση της αξίας του κράτους δικαίου που υποστηρίζει το επιχείρημα αυτό).

Εδώ συνεπώς βρίσκεται η αξία της ενισχυμένης αναλογικής: οι εκλογές κρίνουν την κυβέρνηση με διαφάνεια και δημόσια συζήτηση για τα πεπραγμένα του κυβερνητικού κόμματος. Αυτό ακριβώς εξασφαλίζεται με το προτεινόμενο νέο εκλογικό σύστημα. Αν οι βουλευτές εκλέγονται με τοπικές διαδικασίες, χωρίς την παρέμβαση μεγαλοεπιχειρηματιών και άλλων χρηματοδοτών, η πολιτική μπορεί να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των εκλογέων. Κατά τη γνώμη μου η προτεινόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου θα είναι μια από τις σημαντικότερες, δικαιότερες και πιο αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της πολιτικής μας ζωής.

Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.