Η πρόσφατη παγκόσμια εμπορική επιτυχία της μελλοντολογικής ταινίας «2012» δεν είναι παρά ένα ακόμη σύμπτωμα του τρόπου με τον οποίο η κρίση και η ελπίδα για ένα μέλλον διαφορετικό από το παρόν διαμορφώνουν από κοινού τόσο το πολιτικό κλίμα όσο και την περιρρέουσα διανοητική ατμόσφαιρα των ημερών. Το σενάριο της ταινίας είναι απλό: σύμφωνα με την αρχαία προφητεία των Μάγια, ο αναπτυγμένος κόσμος καταστρέφεται από τεκτονικές ανακατατάξεις που ξεπερνούν κάθε δυνατότητα αντίδρασης και η απόλυτη καταστροφή επιβάλλει και επιτρέπει στους δυτικούς ανθρώπους τη συνολική αναδιαμόρφωση της κοινωνικής οργάνωσης. Μια νέα πορεία πολιτισμικής προόδου εκκινεί με γεωπολιτική βάση αυτή τη φορά την αφρικανική ήπειρο, το μόνο μέρος του πλανήτη που διασώθηκε από τη γεωλογική καταστροφή. Συμπέρασμα: η καταστροφική κρίση είναι προϋπόθεση της ελπίδας για ένα διαφορετικό μέλλον.

Επενδύοντας στο «καινούργιο»
Η σύγχρονη πολιτική συγκυρία δίνει πολλά παραδείγματα της στενής σχέσης μεταξύ κρίσης και ουτοπίας. Εμβληματικό ίσως παράδειγμα ήταν η σχετική ευκολία με την οποία μεγάλα αποθέματα παγκόσμιας προσδοκίας επενδύθηκαν πρόσφατα στο πρόσωπο του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, μια επένδυση που συνοψίστηκε από το προεκλογικό σύνθημα «Ναι, μπορούμε». Αλλά και στην Ελλάδα οι πρόσφατες εθνικές εκλογές απέδειξαν περίτρανα ότι η μεγάλη μερίδα του πληθυσμού διακατέχεται από μια διάχυτη- όσο και ασαφή- επιθυμία για ένα ατομικό και συλλογικό μέλλον διαφορετικό από το δύσκολο παρόν αλλά και από το «ένδοξο» παρελθόν. Παρά τις συνήθεις στην Ελλάδα ρητορικές εμμονές στην παράδοση, στις αρετές του παρελθόντος και στα υποτιθέμενα περασμένα μεγαλεία, η ευκολία με την οποία το «καινούργιο» και η καινοτομία συνεπαίρνουν τη συλλογική φαντασία είναι εντυπωσιακή. Ο ενθουσιασμός είναι μάλιστα ιδιαίτερα έντονος όταν η καινοτομία δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, όταν είναι ασαφής και όταν το «καινούργιο» που προβάλλεται δεν έχει ακόμη συγκεκριμένη μορφή. Η εκλογική αναμέτρηση, δηλαδή, απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι πολιτικές αντιλήψεις και οι επιλογές των ανθρώπων διαμορφώνονται μάλλον στο επίπεδο της επιθυμίας και της φαντασίωσης παρά σε εκείνο της τεκμηρίωσης και της γνώσης. Ετσι, προς απογοήτευση των πολιτικών αναλυτών που συχνά κόπτονται περί του αντιθέτου, το εκλογικό σώμα δεν χρειάστηκε να γνωρίζει με ακρίβεια, ούτε καν κατά προσέγγιση σε κάποιες περιπτώσεις, τις συγκεκριμένες προτάσεις για την οικονομία, την Παιδεία, την υγεία. Αγκάλιασε όμως την πρόταση ότι κάτι διαφορετικό από όσα βιώνουμε σήμερα είναι εφικτό σε όλους αυτούς τους τομείς. Αυτό έδωσε εξάλλου στη σημερινή κυβέρνηση το απαραίτητο για την ανάληψη της εξουσίας ηθικό προβάδισμα. Η πολιτική πρόταση ότι μια διαφορετική πραγματικότητα είναι εφικτή εκφράστηκε εύστοχα με το σύνθημα «Μαζί μπορούμε» και ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την αντίληψη που είχε εμπεδωθεί τα τελευταία χρόνια ότι οι στρεβλώσεις και οι παθολογίες της ελληνικής πραγματικότητας αποτελούν το συλλογικό μας πεπρωμένο και όποιος δεν το αποδέχεται δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.

Η κουλτούρα του μέλλοντος

Από την πλήρη καταστροφή στην αναγέννηση και από το χάος στην ελπίδα. Αυτό το μήνυμα υποτίθεται ότι θέλει να μεταδώσει η μελλοντολογική ταινία «2012» (από την οποία και το φωτογραφικό στιγμιότυπο). Ενα μήνυμα που μπορεί κανείς σήμερα να βρει στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις σε όλον τον πλανήτη και αφορά τη σχέση μεταξύ καταστροφής και ελπίδας

Και βέβαια όλα αυτά δεν αποτελούν ελληνική μοναδικότητα αλλά αποτυπώνουν ιστορικές κανονικότητες της σύγχρονης περιόδου. Η ελπίδα και η προσδοκία ότι η ριζική διαμόρφωση της κοινωνίας και των τρόπων ζωής στο μέλλον είναι εφικτή αποτέλεσε ένα σταθερό σημείο αναφοράς των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κοινωνιών σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι στον αιώνα που πέρασε η κουλτούρα του μέλλοντος διείσδυσε σε όλους τους τομείς κοινωνικής δραστηριότητας και πράξης, όπως η οικονομία, η πολιτική, η ιδεολογία, η τέχνη και η πολιτισμική έκφραση. Ενδεικτικό της διεισδυτικότητας του μελλοντολογικού φαντασιακού είναι το γεγονός ότι οι πολιτισμικές εκφράσεις της ουτοπίας αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα δυναμικά ακόμη και κατά τις περιόδους γενικής διάψευσης των προσδοκιών, όπως τα «θλιμμένα χρόνια» του Μεσοπολέμου ή την περίοδο μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989. Κανείς θα μπορούσε μάλιστα, ακολουθώντας τον μεγάλο θεωρητικό της ουτοπίας Καρλ Μάνχαϊμ, να εντάξει στον ουτοπικό στοχασμό ακόμη και τις ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις που αρθρώνονται σήμερα και που παρουσιάζουν τον κομμουνισμό ως μια «παρένθεση» ή μάλλον μια λοξοδρόμηση της ευρωπαϊκής ιστορικής πορείας, χαιρετίζοντας έτσι το 1989 ως την επιστροφή στον ορθό δρόμο του καπιταλισμού. Αυτού του είδους ο ρεβιζιονισμός, μας λέει ο Μάνχαϊμ, αποτελεί επίσης μια συντηρητική ουτοπία η οποία δεν επιθυμεί βέβαια την αναδιαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά αντίθετα ευαγγελίζεται πάντα την επιστροφή σε μια χαμένη τάχα Εδέμ, σε μια παρελθούσα κατάσταση όπου τα πράγματα ήταν καλύτερα.

Ελπίδα και πραγματικότητα
Δεν είναι τυχαίο που κάποια από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά και θεωρητικά κείμενα περί ελπίδας και μέλλοντος γράφονται στον Μεσοπόλεμο, μια περίοδο απογοήτευσης, συντριβής και απο-μάγευσης. Αυτή ακριβώς την εποχή ένας άλλος φιλόσοφος της ελπίδας, ο Λούις Μάμφορντ, γράφει ότι η ουτοπία δεν αφορά το μέλλον αλλά το παρόν, αφού αποτελεί μια πρόταση αναμόρφωσης της κοινωνίας και του περιβάλλοντος με βάση τις γνώσεις, την εμπειρία και τις αντιλήψεις που ήδη υπάρχουν. Σε κάθε περίπτωση η ελπίδα βασίζεται μάλλον στην τάση να επενδύσουμε συναισθηματικά στη δυνητική ύπαρξη μιας εναλλακτικής οργάνωσης της καθημερινότητας παρά στη γνώση μας περί του τι θα συμβεί.

Πώς συνδέεται λοιπόν η ελπίδα με την πραγμάτωση; Η ενδυνάμωση της προσδοκίας δεν εξαρτάται απόλυτα από την πραγματοποίηση συγκεκριμένων υποσχέσεων ή με την εφαρμογή προεκλογικών συμφωνιών. Η ελπίδα δεν είναι συμβόλαιο. Ισως γι΄ αυτό κανείς σήμερα δεν μπορεί να αισθανθεί δικαίωση στο άκουσμα της απαρίθμησης αποσπασματικών εφαρμογών επί μέρους προεκλογικών υποσχέσεων. Η ελπίδα αποτελεί μια κοινωνική δυναμική και ένα πολιτισμικό κεφάλαιο το οποίο μπορεί ενδεχομένως να επενδυθεί σε συνολικά μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα. Αντίθετα, η κατασπατάληση του πολιτισμικού αυτού κεφαλαίου έχει στο παρελθόν προκαλέσει τη διοχέτευση της επιθυμίας για ένα διαφορετικό μέλλον σε αντιδραστικά πολιτικά εγχειρήματα, μεσσιανικού χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση του φασισμού. Η ιστορία του 20ού αιώνα έχει δείξει ότι η στενή σχέση κρίσης και ελπίδας μπορεί να διαταραχθεί από την παρείσφρηση ενός τρίτου διαλυτικού στοιχείου, που δεν είναι άλλο από τον τρόμο.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.