Θα ήταν δύσκολο να φαντασθεί κανείς με πόση διακριτικότητα η Ενωμένη Ευρώπη θα αντιμετώπιζε την είσοδο σε ισχύ της περίφημης πια Συνθήκης της Λισαβόνας. Με τόση διακριτικότητα ώστε το γεγονός να περάσει σχεδόν απαρατήρητο από τους πολιτικούς και τα μέσα ενημερώσεως, με μοναδική, ίσως, εξαίρεση άρθρο του πρώην προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ΄ Εστέν, που κατέλαβε μια σελίδα της εφημερίδας «Le Figaro». Μια ημέρα ιστορική, μια στιγμή συγκινήσεως, τιτλοφορήθηκε. Και ημέρα ιστορική θα μπορούσε- ή, και θα έπρεπε- ασφαλώς να αποτελέσει, αλλά δεν αποτέλεσε, ενώ οι πιο κυνικοί από τους παρατηρητές θα περιόριζαν τις στιγμές συγκινήσεως στις σκέψεις του Ζισκάρ ντ΄ Εστέν και των άλλων υπέρμαχων της πραγματικά ενωμένης Ευρώπης.

Η θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας σήμανε το τέλος μιας δεκαετίας περιπετειών για τη διαμόρφωση και επικύρωση ενός καινούργιου ευρωπαϊκού συνταγματικού πλαισίου και μιας αβέβαιης πορείας για ένα μόνιμα αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως. Η ιστορία είχε αρχίσει στο Λάακεν του Βελγίου με τις προτάσεις του φιλελεύθερου βέλγου τότε πρωθυπουργού (και σημερινού ευρωβουλευτή) Γκι Βερχόφσταντ, για να ακολουθήσει η σύσταση μιας οιονεί συντακτικής συνελεύσεως υπό την προεδρία του προέδρου Ζισκάρ ντ΄ Εστέν. Το ριζοσπαστικό κείμενο, που διαμόρφωσε με συντριπτική πλειοψηφία η συνέλευση αυτή, εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στη Ρώμη τον Οκτώβριο του 2004. Αλλά τη φάση αυτή, στην οποία ο Ζισκάρ ντ΄ Εστέν καλούσε τους συμπολίτες μας να ονειρεύονται την Ευρώπη, διαδέχθηκε η φάση της επεξεργασίας των προτάσεων από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων, με πρώτη αποδυνάμωση των αρχικών σκέψεων και παράλειψη αναφοράς στα σύμβολα της Ενώσεως (ύμνος, σημαία και νόμισμα).

Το γαλλικό «Οχι» στη Συνθήκη, στο δημοψήφισμα του 2005, μαζί με την αρνητική θέση της Ολλανδίας, όσο κι αν εξέφραζαν, όπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά, εσωτερικές γαλλικές και ολλανδικές πολιτικές, ευαισθησίες και συσχετισμούς, έθεσαν σε σοβαρή δοκιμασία την ίδια την ολοκλήρωση της Συνθήκης. Και ενώ οι κινήσεις του προέδρου Νικολά Σαρκοζί για την έγκριση ενός συντομότερου κειμένου διέγραψαν μια κάποια λύση στο αδιέξοδο, το «Οχι» της Ιρλανδίας, στο δικό της δημοψήφισμα, περιέπλεξε πάλι τα πράγματα. Χρειάστηκε πολύμηνη αναμονή, ένα δεύτερο θετικό ιρλανδικό δημοψήφισμα με ορισμένες πρόσθετες παραχωρήσεις στην Ιρλανδία και η κωμικοτραγική πλευρά της τελικής «αντι στάσεως» του τσέχου προέδρου, που αξίωσε και αυτός κάποιες παραχωρήσεις, για να προσθέσει και τη δική του υπογραφή.

Δέκα χρόνια περιπετειών και συνεχών αποκλίσεων και «εκπτώσεων» από το αρχικό κείμενο ήταν πολλά για να μη μαράνουν πολιτικά τον αρχικό ενθουσιασμό σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την προώθηση ενός σχεδίου ευρωπαϊκού Συντάγματος, που θα μπορούσε να ενισχύσει τη δημιουργία μιας Ευρώπης- δυνάμεως. Αλλά και ό,τι είχε απομείνει από τα αισθήματα αυτά δέχθηκε νέο σημαντικό πλήγμα με τη συμφωνία για την τοποθέτηση του μέχρι τώρα βέλγου πρωθυπουργού Χέρμαν βαν Ρομπάι ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της ακόμη πιο άγνωστης αγγλίδας επιτρόπου Κάθριν Αστον ως οιονεί υπουργού Εξωτερικών. Τα καυστικά σχόλια για τον «κ. Κανένα» αδίκησαν, ασφαλώς, τον βέλγο πολιτικό και δεν θύμισαν καθόλου ότι, σε πρότερους καιρούς, δύο άλλοι βέλγοι πρωθυπουργοί, ο Βερχόφσταντ και ο Ντεάν, όπως και ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, δεν έφθασαν στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λόγω βρετανικού «βέτο», επειδή εθεωρούντο σθεναροί υπέρμαχοι της ομοσπονδιακής Ευρώπης.

Το νέο Σύνταγμα όπως και η κατ΄ εφαρμογήν του προεδρία του κ. Ρομπάι αποτελούν πάντως γεγονός, όπως και αν το αντιμετωπίσουμε, με περισσότερη ή λιγότερη διακριτικότητα. Αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, περιορισμένα βήματα προς τα εμπρός. Αλλά το μέγα πρόβλημα παραμένει πάντοτε η πολιτική βούληση των κρατών-μελών, με τη Γερμανία σε κάποια φάση διστακτικότητας, τη Βρετανία έτοιμη να διαγράψει μια πιο αντι-ευρωπαϊκή πολιτική και τους άλλους να ακολουθούν με πιο περιορισμένες κινήσεις, που μάλλον δυσχεραίνουν, παρά ενισχύουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η μάχη, φυσικά, συνεχίζεται…

Ο πρέσβης κ. Γ. Ν. Αναστασόπουλος είναι μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UΝΕSCΟ.