Αν οιοσδήποτε από μας- και εννοώ τους πολίτες, όχι ειδικά τους δημοσιογράφους- αναλάμβανε αίφνης την ευθύνη μιας αστυνομικής μονάδας, έχω την εντύπωση ότι θα αισθανόταν ότι του ζητείται το αδύνατον ή ότι απλώς τον ειρωνεύονται. Από τη μία πλευρά η Αστυνομία αντιμετωπίζει το αίτημα να αποτραπούν οι καταστροφές και οι δηώσεις της περασμένης χρονιάς. Από την άλλη, κάθε χρήση βίας και κάθε σύλληψη ή προσαγωγή μοιάζει να πυροδοτεί καταγγελίες για αστυνομοκρατία και αυταρχισμό.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν παρέχει, βέβαια, καμία ένδειξη ότι τις συμμερίζεται, οι φωνές της διαμαρτυρίας δεν είναι όμως περιθωριακές. Βρίσκουν έκφραση σε μερίδα του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και του Τύπου. Κατά την άποψή τους, η Αστυνομία πρέπει μεν να είναι παρούσα και αποτελεσματική ώστε να μην καίγονται μαγαζιά και να προλαμβάνονται οι φονικές απόπειρες εναντίον πρυτάνεων, δεν επιτρέπεται όμως να κάνει προληπτικούς ελέγχους, οφείλει να θεωρεί «άβατα» ορισμένους δημόσιους χώρους ή και γειτονιές ολόκληρες, έχει ηθική υποχρέωση να δέχεται αβγά και πέτρες και μολότοφ χωρίς να χρησιμοποιεί δακρυγόνα ή κλομπ- και βεβαίως δεν δικαιούται να θεωρεί ύποπτους τους χώρους και τις ομάδες αντιεξουσιαστών μόνο και μόνο επειδή ένα υποσύνολό τους γαζώνει αστυνομικούς με αυτόματα όπλα.

Συγγνώμη, αλλά δεν γίνεται.

Θα ήταν ομολογουμένως καλό να λύνονται όλα τα προβλήματα με τον διάλογο και την πειθώ, ώστε μερικοί προσηνείς αστυνομικοί με επικουρία ψυχολόγων και ειδικών επιστημόνων να αρκούν για να πεισθούν και οι επιθετικότεροι των διαδηλωτών ότι δεν αρμόζει προς το δημοκρατικό ιδανικό- ίσως ούτε προς το επαναστατικό δέον- να καταστρέφεις ιδιωτικές επιχειρήσεις μαζί με τις θέσεις εργασίας τους, να ερειπώνεις τα δημόσια πανεπιστήμια και να αντιμετωπίζεις όσους διαφωνούν μαζί σου με σιδηρολοστούς και μολότοφ, αν όχι με υποπολυβόλα. Oπως, όμως, θα βεβαιώσουν ο πληγείς πρύτανης και πλήθος συναδέλφων και φοιτητών του, αυτή η μέθοδος δεν πιάνει με όλους- και είχαμε την ευκαιρία να το δούμε πολλάκις από πέρυσι (και ήδη νωρίτερα). Πώς, λοιπόν, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι λοστοφόροι που δεν κατευνάζονται με τα λόγια; Τι έννοια έχει στο συγκεκριμένο πραγματικό ζήτημα η στάση όσων βρίσκονται σε ετοιμότητα τριών λεπτών να καταγγείλουν την αστυνομοκρατία; Είναι ζήτημα πολιτικής παρρησίας του καθενός και πολύ περισσότερο όσων κατέχουν πολιτική ή συνδικαλιστική θέση, να τοποθετηθούν στο ερώτημα. Οι ενταγμένοι σε αντιεξουσιαστικά μπλοκ, παρ΄ ότι και εκεί αφθονούν οι διαφωνούντες με την καταστρεπτική επιθετικότητα, είναι πολιτικά ειλικρινείς. Επιθυμούν την αναταραχή, επειδή αποβλέπουν στην ανατροπή του σημερινού συστήματος. Οι υπόλοιποι, όμως, που δεν υιοθετούν επισήμως τέτοια γραμμή, πώς δικαιολογούν το αίτημα για μια Αστυνομία θεωρητικώς αποτελεσματική αλλά πρακτικώς απούσα; Γιατί, αν και αυτοί επιθυμούν την αναταραχή, πρέπει να το δηλώσουν- και να το εξηγήσουν. Ωστε να ξέρει ο κόσμος με ποιους έχει να κάνει.