Πολλοί σήμερα αμφιβάλλουν για το πραγματικό, πολιτικό και κοινωνικό, κληροδότημα του γαλλικού Μάη του ΄68, αλλά όλοι θυμούνται την πλούσια συνθηματολογική σοδειά του. Αν ο ελληνικός Δεκέμβρης του 2008 ήταν κοινωνική επανάσταση, είναι πολύ περίεργο που δεν μας άφησε ούτε ένα αξιομνημόνευτο σύνθημα για σουβενίρ- γιατί, βέβαια, χορωδιακές μαγκιές σαν το «να καεί, να καεί το μπ… η Βουλή» ανήκουν μάλλον στα αναλώσιμα του εφηβικού χαβαλέ. Αλλά το «κοινωνική επανάσταση», όπως φαίνεται από τη σημερινή προοπτική, αν δεν ήταν παρορμητική υπερεκτίμηση από ψοφοδεείς, ήταν φόρμουλα γενικής χρήσεως σερβιρισμένη από τους αλαφροΐσκιωτους του κοινωνικού «προτσές» και τους συνήθεις διακινητές ιδεολογικών λιπαρών. Εστω και έτσι, όμως, η φωτιά, ο λοστός και το πλιάτσικο του περυσινού Δεκέμβρη ήταν, με τον τρόπο τους, χρήσιμα.

Πρώτα πρώτα, επειδή η δυσαναλογία ανάμεσα στο αρχικό έναυσμα και στο τελικό φούντωμα ήταν τέτοια που έθεσε βαθμιαία υπό συζήτηση το φετίχ του νεολαιίστικου θυμικού, τους αυτοματισμούς της αριστερίστικης στοργής για τους «αδικημένους» και τα θλιβερά επίχειρα της ασυλολαγνείας, αλλά και επειδή η διαχείριση (αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει κανείς αυτόν τον όρο) της έκτακτης κατάστασης έδειξε αυτό που πολλοί υποπτευόμασταν από καιρό, ότι δηλαδή η προηγούμενη κυβέρνηση έπασχε από βαρύ πολιτικό αστιγματισμό, παραλυτική αμηχανία και επικίνδυνη επιμήθεια. Στην Ελλάδα η περιφρούρηση της τάξης συχνά συκοφαντείται ως άλλοθι και ευκαιρία συντηρητικού πειθαρχισμού- εύκολη και «ιστορικά κατοχυρωμένη» θέση που μπορεί να διευκολύνει το ιδεολογικό ξέπλυμα της ασυδοσίας και της ανομίας. Το έχουμε ζήσει επαναληπτικά και κατά συρροήν, τόσο που μοιάζει να έχουμε εθιστεί στην εφεκτική, αμφίθυμη και αμφίσημη ρητορική όσων αναλαμβάνουν, ex officio ή εθελοντικά, να μας διαφωτίσουν για τα βαθύτερα αίτια του κακού, ξεχνώντας κάποτε ότι για τον μέσο πολίτη η βαθύτερη σημασία του κακού βρίσκεται συνήθως στην ορατή του επιφάνεια.

Ο περυσινός Δεκέμβριος ήταν ξεχωριστός, όχι επειδή κωδικοποίησε δραστικότερα από ό,τι άλλες επεισοδιακές παραστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος μηνύματα κοινωνικού, πολιτικού και υπαρξιακού βάθους, αλλά επειδή η ορατή επιφάνειά του ήταν αρκετά εκτεταμένη, επώδυνη και δαπανηρή για να μας κάνει οικουμενικό πρωτοσέλιδο διαρκείας. Αν γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο κοινός νους και η συνετή δυσπιστία του μέσου πολίτη απέναντι σε όλους τους πρωταγωνιστές του δράματος (τους «διαδηλωτές», τις «δυνάμεις της τάξης», την «κυβέρνηση» και, γενικότερα, την πολιτική τάξη) απέκτησαν μεγαλύτερη παρρησία, τότε ο Δεκέμβρης του ΄08, όσο ανέμπνευστος, ανεπαρκής και ασύντακτος και αν ήταν ως «επανάσταση», ήταν σίγουρα χρήσιμος ως σωφρονιστικό ταρακούνημα. Και επειδή κάποιοι, έναν χρόνο αργότερα, πλήρωσαν ήδη το πολιτικό τίμημα της ανερμάτιστης δειλίας ή της ανεύθυνης συμπάθειας, απομένει να δούμε πώς, αν και όποτε χρειαστεί, οι εντεταλμένοι φύλακες της σήμερον, αλλά και της αύριον, θα κεφαλαιοποιήσουν το μάθημα.

Αν είναι κάποτε να έρθει, η επανάσταση θα έρθει και δεν θα ανήκει στην αρμοδιότητα ούτε του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ούτε των επιγόνων του. Αλλά ως τότε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (μετονομασμένο έτσι κατά τες συνταγές της πολιτικής ορθότητας αλλά, πιθανότατα, και εις ανάμνησιν Δεκεμβρίου 2008) θα πρέπει να δικαιώσει τον τίτλο του προστατεύοντάς μας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και από το μπάχαλο του κοινού αναρχικού δικαίου.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.