Η διάχυση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) μεταξύ των ελληνικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια ασφαλώς δεν αποτελεί είδηση. Ωστόσο, παρά το ενδιαφέρον και την επικοινωνιακή ώθηση για το θέμα, φαίνεται ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα για την πλειονότητα των μεγάλων εταιρειών, οι οποίες παρά τους πόρους που αφιερώνουν σε κοινωνικές δράσεις δεν καταφέρνουν να ανατρέψουν τον σκεπτικισμό που υπάρχει ως προς την ειλικρίνεια του ενδιαφέροντός τους για δημόσια αγαθά, όπως η υγεία και το περιβάλλον, και ως προς τη δυνατότητά τους να δημιουργούν όχι απλώς υψηλά βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά μακροπρόθεσμης αξίας οικονομικό και κοινωνικό πλούτο.

Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Η αντιμετώπιση από τις ίδιες τις επιχειρήσεις των ζητημάτων εταιρικής ευθύνης και αειφορίας συχνά ως εργαλείου μάρκετινγκ ή δημοσίων σχέσεων δεν βοηθά πρώτα τις ίδιες να αδράξουν τα οφέλη της υπευθυνότητας που συνδέονται με τη μείωση του κόστους λειτουργίας, την προσέλκυση κεφαλαίων, την πρόσβαση σε νέες αγορές, την ανάπτυξη καινοτομιών ή την αποδοχή τους από τις τοπικές κοινωνίες. Παράλληλα η αδυναμία τόσο της χρηματοοικονομικής αγοράς όσο και των καταναλωτών και της αγοράς εργασίας να αξιολογήσουν και στη συνέχεια να επιβραβεύσουν τις προσπάθειες των επιχειρήσεων που δημιουργούν μακροπρόθεσμα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη ή να τιμωρήσουν όσες επιδεικνύουν αδιαφορία για τις σύγχρονες προκλήσεις αποθαρρύνει την εστίαση του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος στα καίρια ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο που συνεπαγόταν μεγαλύτερο βαθμό ρυθμιστικής παρέμβασης στις επιχειρήσεις, επιβάλλοντας περιορισμούς σε μια σειρά ζητήματα που εκτείνονται από την ασφάλεια των προϊόντων και την εταιρική διακυβέρνηση ως τις διακρίσεις στον χώρο εργασίας, φαίνεται να δικαιώθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις. Ωστόσο, δεδομένων και των συνθηκών παγκοσμίως, θα ήταν μάλλον ουτοπικό να υποστηριχθεί ότι μέσω περισσότερου κρατικού ελέγχου μπορεί να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν πιο υπεύθυνα τις μεγάλες κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Αυτό που μπορεί πράγματι να οδηγήσει τις μεγάλες εταιρείες να ενδιαφερθούν για τη δημιουργία μακροπρόθεσμου πλούτου για την κοινωνία είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές και οι επενδυτές, αλλά και οι εργαζόμενοι. Με άλλα λόγια οι αγορές είναι αυτές που τελικά μπορούν να ενθαρρύνουν την επιχειρηματική άμιλλα για περιορισμό του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους λειτουργίας των εταιρειών και για τη δημιουργία μακροπρόθεσμου δημοσίου οφέλους, παράλληλα με την επιδίωξη υψηλής κερδοφορίας.

Μια τέτοια λειτουργία της αγοράς, όχι εν είδει «αόρατου χεριού», αλλά εν είδει κοινωνικής συνείδησης, μπορεί να κατευθύνει τις εταιρείες να εναρμονίσουν τη δημιουργία κερδών και πλούτου με τις ευρύτερες κοινωνικές προσδοκίες. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η εκπλήρωση μιας σειράς κρίσιμων προϋποθέσεων που υπερβαίνουν τα όρια των λιγοστών ακόμη ελληνικών επιχειρήσεων που χωρίς αντίστοιχη νομική υποχρέωση παρουσιάζουν στοιχεία για τον κοινωνικοοικονομικό και περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο. Ετσι είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η ευρύτερη δημοσιοποίηση στοιχείων για την κοινωνική και περιβαλλοντική συμπεριφορά και επίδοση των επιχειρήσεων, να ενισχυθούν οι μηχανισμοί διαφάνειας των εταιρικών πράξεων και τα συστήματα εταιρικής λογοδοσίας και να βελτιωθούν η ανάλυση και ο διάλογος για την ποιότητα και αξιοπιστία των στοιχείων ΕΚΕ. Ιδιαίτερα καθοριστικός για τη δημιουργία συνθηκών διαφάνειας και αντικειμενικότητας στην αγορά μπορεί να είναι ο ρόλος του κράτους, που ακολουθώντας παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία ή η Σουηδία, θα μπορούσε να καταστήσει υποχρεωτική τη συμπερίληψη πληροφοριών κοινωνικής και περιβαλλοντικής επίδρασης στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των μεγάλων εταιρειών, αρχής γενομένης από τις ΔΕΚΟ, προσαρμόζοντας τη νομοθεσία στις πρακτικές εταιρικών απολογισμών που ήδη έχουν ευρέως υιοθετηθεί, να απαιτήσει τη δημοσιοποίηση τέτοιου είδους στοιχείων από όλες τις επιχειρήσεις-προμηθευτές του Δημοσίου, να δημιουργήσει μηχανισμούς πιστοποίησης της εταιρικής υπευθυνότητας, να θεσπίσει αντίστοιχες υποχρεώσεις λογοδοσίας για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, να προσφέρει θεσμικά ή φορολογικά κίνητρα για τη διαφανή αναφορά στοιχείων ΕΚΕ ή να υποχρεώσει τη δημοσίευση στοιχείων που αφορούν συγκεκριμένα πεδία, όπως οι εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου.

Θα πρέπει επίσης και οι υπόλοιποι παράγοντες του συστήματος, και ιδιαίτερα οι καταναλωτές και οι επενδυτές, να συνειδητοποιήσουν τον βαρύνοντα ρόλο που έχουν για την κατεύθυνση των εταιρειών σε πιο υπεύθυνες συμπεριφορές και πρακτικές. Η επιλογή επένδυσης- ιδιαίτερα από μεγάλους επενδυτές όπως τα ασφαλιστικά ταμεία- σε μετοχές εταιρειών που συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη και στη δημιουργία μακροπρόθεσμου κοινωνικού οφέλους ή η αγορά προϊόντων και υπηρεσιών με αντίστοιχα κριτήρια από κάθε πολίτη μπορεί να κινητοποιήσει έναν ενάρετο κύκλο βελτίωσης των επιχειρήσεων με πολλαπλά αποτελέσματα. Με αυτόν τον τρόπο η εμπιστοσύνη των αγορών προς τις υπεύθυνες επιχειρήσεις μπορεί τελικώς να σημάνει και εμπιστοσύνη όλων σε ένα καλύτερο μέλλον.

Ο κ. Δημήτρης Μιχαρικόπουλος είναι σύμβουλος στρατηγικού σχεδιασμού, διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Καινοτομίας.