Οι θεσμοί του σταθερού προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του υπάτου εκπροσώπου για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας στην ΕΕ θα σημάνουν το τέλος των εθνικών προεδριών και στοχεύουν σε έναν πιο οργανωμένο χειρισμό κορυφαίων ζητημάτων της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Τους νέους αυτούς θεσμούς μπορεί κανείς να τους δει από μια διαδικαστική-λειτουργική και από μια ουσιαστική οπτική. Η διαδικαστική συνίσταται στην ανάγκη μιας υπέρβασης τρόπων λειτουργίας που πλέον ήσαν εξαιρετικά δύσκαμπτοι, αργοί, αναντίστοιχοι με τις ανάγκες της πολιτικής λειτουργίας ενός παγκόσμιου συστήματος όπως η ΕΕ. Θεσμοί που ήσαν κατάλληλοι δεκαετίες πριν για μια Ευρώπη των 6 ή των 12 χωρών δεν σημαίνει ότι είναι κατάλληλοι και για μια Ευρώπη των 27 μελών το 2010. Η ίδια η διαδικασία μέσα από την οποία η ΕΕ έφτασε να υλοποιήσει τους δύο αυτούς θεσμούς είναι ενδεικτική. Από το 2001 στο συμβούλιο κορυφής του Laeken, που αναγνωρίστηκε η ανάγκη για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ξεκίνησε η διαδικασία της νέας συνθήκης, έχουν περάσει οκτώ χρόνια. Σε εθνικό επίπεδο θα είχαν γίνει πολλές και πολλαπλάσιας σημασίας αλλαγές.

Αυτό όμως που έχει αποφασιστική σημασία είναι η ουσιαστική οπτική, δηλαδή η ικανότητα των νέων θεσμών να συμβάλουν πράγματι σε μια διαφορετική, πιο αποτελεσματική και πιο θετική παρουσία της ευρωπαϊκής πολιτικής στο εθνικό και στο διεθνές προσκήνιο. Εδώ και κάποια χρόνια η ΕΕ εμφανίζει μια επίπεδη και απογοητευτική εικόνα. Υπάρχει και ένα παράδοξο. Παρά την τεράστια σημασία που συνδέεται με το ευρώ, την επιτυχία της διεύρυνσης (με όλα τα προβλήματα), την αντιμετώπιση της κρίσης και τη σύγκλιση, η ΕΕ έχει χλωμιάσει στα μάτια της κοινής γνώμης σε σχέση με το παρελθόν. Από τη μια δεν της δίνουν αρμοδιότητες για να καταπιαστεί με τα μεγάλα προβλήματα (π.χ., της ανεργίας, της ανισότητας, της Παιδείας), αδυνατώντας έτσι να προωθήσει ορατές φιλόδοξες κοινές θέσεις σε πολλούς άλλους τομείς (π.χ., κλιματική αλλαγή, δημοσιονομικά, εναλλακτικές μορφές ενέργειας κτλ.), και από την άλλη την κατηγορούν για αναποτελεσματικότητα. Το αποτέλεσμα παίρνει πάντα τη μορφή πολύ μικρών βημάτων μέσα από πολλούς συμβιβασμούς και συχνά δεν καταγράφεται καν στη συνείδηση του μέσου πολίτη, παρ΄ όλο που σε πολλές περιπτώσεις έχει ιδιαίτερη σημασία.

Η προσδοκία είναι ότι η νέα συνθήκη θα κάνει αποτελεσματικότερη τη λειτουργία όλων των βασικών θεσμών: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με τον καθορισμό προέδρου με θητεία δυόμισι ετών), του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (με τον ορισμό του υπάτου εκπροσώπου ως προέδρου του) και των άλλων συμβουλίων, με τις αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης των προεδριών.

Για όσους γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ και τα προβλήματά του οι αλλαγές αυτές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Το πόσο μακριά θα φτάσουν και αν πράγματι θα κάνουν την ΕΕ πιο αποτελεσματική είναι πρόωρο να λεχθεί. Κάθε νέος θεσμός στην αρχική του φάση αντιμετωπίζει αδυναμίες, έχει να επιλύσει προβλήματα ισορροπίας και ανταγωνισμού με άλλους υφιστάμενους θεσμούς και επίσης εξαρτάται από τα πρόσωπα που τον εκπροσωπούν. Διαδικαστικά, ναι, η Ενωση θα απαλλαγεί π.χ. από τις ετερόκλητες ή/και αποσπασματικές πρωτοβουλίες της κάθε προεδρίας, πολλές από τις οποίες δεν είχαν ούτε συνέχεια και αρκετές ίσως ούτε ιδιαίτερη ουσία. Θα απαλλαγεί από ανεπάρκειες ηγετών χωρών που προήδρευαν τους οποίους έπρεπε όλοι να ανέχονται για ένα εξάμηνο.

Ας θυμόμαστε ότι στη φάση αυτή η ΕΕ βρίσκεται σε μια δύσκολη και μακρά διαδικασία απορρόφησης των επιπτώσεων της διεύρυνσής της. Η ολοκλήρωση τόσων νέων χωρών με διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες, ιστορικά τραύματα και εσωτερικά προβλήματα χρειάζεται χρόνο. Ετσι στη διαδρομή αυτή η ΕΕ θα υφίσταται τις ανασταλτικές συνέπειες, όπως κάποτε (ίσως και σήμερα) συνέβη και με την Ελλάδα. Στα εσωτερικά ζητήματα βλέπει κανείς το χάσμα αντιλήψεων και συμφερόντων που κάνει πιο δύσκολες τις συμφωνίες σε πάρα πολλά ζητήματα. Το πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας θα αποδειχθεί για τον νέο υπουργό Εξωτερικών ιδιαίτερα απαιτητικό ή και συγκρουσιακό. Αυτό όμως αφορά τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, τα Βαλκάνια, την Τουρκία, τη Μ. Ανατολή, τις διασυνδέσεις με διαπραγματεύσεις σε άλλα θέματα (π.χ., κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, ενεργειακός εφοδιασμός) και τη θέση της Ευρώπης σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Οι διεθνείς εντάσεις που προδιαγράφονται στον 21ο αιώνα, ο ανταγωνισμός στα κρίσιμα πεδία της γνώσης, της τεχνολογίας και της ενέργειας, η διασφάλιση της δημοκρατικής σταθερότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για Ευρωπαίους και αλλοδαπούς θα είναι το πεδίο όπου θα δοκιμαστούν η ίδια η ΕΕ και οι νέοι θεσμοί της.

Συνεπώς, από ουσιαστική σκοπιά, το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την επιτυχία των νέων θεσμών να κάνουν διακριτό και ισχυρό το πολιτικό ή οικονομικό βάρος και τη σημασία της Ευρώπης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και στη διεθνή σκηνή. Η επιτυχία όμως των νέων θεσμικών οργάνων δεν εξαρτάται μόνο από τα νέα πρόσωπα. Εξαρτάται ακόμη περισσότερο από τους βαθμούς ελευθερίας που θα τους δώσουν οι κυβερνήσεις των «27», από τους πολιτικούς στόχους που θα συμφωνηθούν και από τη διάθεση των χωρών-μελών να βρίσκουν κοινά αποδεκτές λύσεις στα μεγάλα ζητήματα.