Χάριν σαββατιάτικης χαλαρότητας, αρμόζει αντί προλόγου ένα ανέκδοτο (διπλό μάλιστα). Ο Θεός, λένε, όταν μοίραζε χώρες στους λαούς ξέχασε τους Ελληνες. Η διανομή τέλειωσε και είχαν μείνει ανέστιοι. Ακούγοντας το δικαιολογημένο παράπονό μας, ο Κύριος ένιωσε τύψεις και μας έδωσε το… εξοχικό του.

Στη συνέχεια, όμως, ο Παντοδύναμος έκανε άλλο λάθος. Θυμούμενος την πρώτη του παράλειψη, ενώ σε όλους τους λαούς έδωσε από δύο θετικές ιδιότητες, στους Ελληνες έδωσε τρεις: να είναι έξυπνοι, εργατικοί και να δουλεύουν στο Δημόσιο. Ο Γαβριήλ την ανθίστηκε τη δουλειά και του το επισήμανε. «Κύριε», του είπε, «αυτοί έχουν ένα θετικό παραπάνω, είναι αθέμιτος ανταγωνισμός». Ο Θεός το αναγνώρισε, αλλά μη μπορώντας να πάρει τον λόγο του πίσω, διατήρησε μεν τις τρεις ιδιότητες, όρισε όμως κάθε Ελληνας να έχει μόνο δύο από τις τρεις. Από τότε, όσοι είναι έξυπνοι και δουλεύουν στο Δημόσιο δεν είναι εργατικοί, ενώ όσοι είναι εργατικοί και δουλεύουν στο Δημόσιο δεν είναι έξυπνοι.

Επειδή στην πραγματική ζωή το ανέκδοτο ισχύει μόνον εν μέρει, ο στρατός των παρασιτοβιούντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν ενοχλεί μόνο τους εκτός του νυμφώνος φορολογούμενους, αλλ΄ ακόμη περισσότερο τους πολλούς εργατικούς και έξυπνους συναδέλφους των αργόσχολων. Αυτοί και επωμίζονται μεγαλύτερο φόρτο εργασίας απ΄ ό,τι θα τους αναλογούσε, αν απέδιδε έργο όλο το προσωπικό, και αισθάνονται ότι είναι ανόητοι που ταλαιπωρούνται χωρίς καμία πρόσθετη αναγνώριση ή ανταμοιβή σε σχέση με εκείνους που μισθοδοτούνται κανονικά αλλά καταπονούνται σπανίως.

Η διακαής επιθυμία των Ελλήνων να προσληφθούν στο Δημόσιο δεν οφείλεται σε παράνοια, αλλά, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, στην ισχνή δυναμική του νεοελληνικού ιδιωτικού τομέα να δημιουργεί καλές και σταθερές θέσεις εργασίας. Με αυτό δεδομένο, το Δημόσιο αναδείχθηκε σε καίριο επενδυτή και βασικότατο εργοδότη, πράγμα που οδήγησε με τη σειρά του στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ψηφοφόρων. Οι κομματικές ηγεσίες πρόσφεραν δουλειά αντί ψήφων, οι δε ψηφοφόροι αντιμετώπιζαν τον μισθό που τους επινεμόταν ως τίμημα της ψήφου και όχι της εργασίας τους. (Θυμάμαι προ ετών προϊσταμένη Εφορίας να ωρύεται επειδή νεοπροσληφθείσα υπάλληλος της είχε πει ευθαρσώς πως δεν φανταζόταν ότι θα έπρεπε και να… πολυδουλεύει κιόλας «για αυτά τα λεφτά».)

Με τους συμβασιούχους, τα σταζ και το όλο πλέγμα προσλήψεων από το παράθυρο, η στρεβλή απασχόληση στον δημόσιο τομέα έχει παραγίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε διαβρώνει όχι μόνο τα δημόσια οικονομικά (καθώς άλλο είναι το κόστος μιας «πλασματικής» θέσης εργασίας και άλλο εκείνο της υποστήριξης, έστω γενναιόδωρης, ενός ανέργου), αλλά και την όλη «ηθική εργασίας» των πολιτών, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της δημιουργικότητας. Η εξυγίανση απαιτείται όχι μόνο για λόγους χρηματικούς, αλλά και για λόγους νοοτροπίας. Ως έχει το σύστημα, διδάσκει μόνο την πονηρία και τη ραστώνη.