Η αναγγελία «ανοίγει το Ασφαλιστικό» (ακόμη καλύτερα, « ανοίγουν το Ασφαλιστικό») τείνει να γίνει συνώνυμη καταχθόνιας απειλής. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ο συνδυασμός των αρνητικών οικονομικών δεδομένων, της γήρανσης, της εισφοροδιαφυγής και του ιλιγγιώδους κόστους παροχών υγείας είναι δυσοίωνος: κανείς δεν περιμένει αλλαγές προς το συμφέρον των εργαζομένων. Ωστόσο, στο ασφαλιστικό σύστημα υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις που θα έπρεπε να διορθωθούν ακόμη και αν δεν συνέτρεχε οικονομική πίεση. Η θεραπεία τους θα εκλογίκευε τα πράγματα και, με ευρύτερη εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, θα άφηνε περιθώρια για αυξημένη επιδότηση της κοινωνικής ασφάλισης.

Καθώς όμως αφήσαμε το Ασφαλιστικό να κακοφορμίσει, η σημερινή κυβέρνηση καλείται να πάρει μέτρα χωρίς να διαθέτει επαρκή χρόνο μελέτης και διαλόγου. Είναι πολύ δύσκολο να προτείνει κανείς πώς θα έπρεπε να κινηθεί. Μπορεί όμως να υποθέσει τι οφείλει να αποφύγει.

Το πρώτο που δεν πρέπει να γίνει είναι να τεθεί το ασφαλιστικό πρόβλημα υπό συνολική εξέταση. Κάτι τέτοιο και θα κατακερμάτιζε τις κυβερνητικές προτεραιότητες και θα πυροδοτούσε καχυποψία ότι προετοιμάζεται «μουλωχτό» κύμα περικοπών επί δικαίους και αδίκους. Η κυβέρνηση πρέπει να προτάξει συγκεκριμένα μεγάλα ζητήματα, όπως το όριο ηλικίας των γυναικών ή η εισφοροδιαφυγή, και να επικεντρώσει την προσπάθειά της σε αυτά. Το επόμενο προς αποφυγήν θα ήταν να αρχίσει διάλογος χωρίς προδιαγεγραμμένους στόχους. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να ζητεί από τους κοινωνικούς εταίρους να εκφράσουν απόψεις «εν γένει»δεν καταρτίζει λευκή βίβλο, με τη χρεοκοπία παλεύει. Οπως καλείται να προσδιορίσει τα θέματα του διαλόγου, πρέπει και να σκιαγραφήσει τις κατευθύνσεις των τροποποιήσεων.

Μόνο με αυτόν τον διπλό προσδιορισμό υπάρχει ελπίδα αφενός να εξειδικευθεί η συζήτηση, αφετέρου να αντικρουστεί η άρνηση κάθε μεταβολής. Λέγαμε, για παράδειγμα, προ εβδομάδος ότι η εισφοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζεται όσο το ΙΚΑ καλύπτει επ΄ αόριστον τους εργαζόμενους και ας μην αποδίδει ένσημα ο εργοδότης τους. Ο διάλογος για το θέμα θα μπορούσε να εκκινήσει με κυβερνητική θέση ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Με τέτοια αφετηρία ενδέχεται να διατυπωθεί κάποια συγκεκριμένη πρόταση. Διαφορετικά οι κοινωνικοί εταίροι θα καταγγείλουν την εισφοροδιαφυγή στα λόγια, αλλά από μέτρα… απορία ψάλτου. Αλλο παράδειγμα: στον κλάδο υγείας υπό το νυν καθεστώς ένας εργαζόμενος με 60 ημέρες ασφάλισης ετησίως έχει κάλυψη για τον εαυτό του, τη σύζυγο, τα παιδιά και τους γονείς του. (Ακούγεται ακραίο, αλλά ειδικά στους μετανάστες δεν είναι όσο σπάνιο θα νόμιζε κανείς.) Και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κυβερνητικής πρότασης.

Δεν πρόκειται, βέβαια, για προβλήματα με εύκολες απαντήσεις. Στις κοινωνικές ασφαλίσεις, όμως, τα ζητήματα, με εξαίρεση κάποιες σκανδαλώδεις προνομίες, είναι όλα δύσκολα. Αν δεν βρούμε το θάρρος να τα συζητήσουμε τώρα, αύριο θα είναι χειρότερα- και οι «λύσεις» που εκ των πραγμάτων θα μας επιβληθούν προεξοφλούνται ισοπεδωτικές.