Υπάρχει μία σειρά λόγων για τους οποίους η εμπιστοσύνη προς τους γιατρούς μπορεί να τεθεί υπό αίρεση. Αυτό είναι φυσικό, όπως φυσικό είναι να υπάρχουν κάποιες διαφορές στον τρόπο που κάθε οργανισμός αντιδρά απέναντι σε ιώσεις, φάρμακα και θεραπείες. Η αβεβαιότητα είναι εγγενές στοιχείο της βιολογίας. Οι επιφυλάξεις είναι θεμιτές, αν και όχι υποχρεωτικά δικαιολογημένες. Πίσω από αυτές βρίσκονται εντυπωσιακά και σπάνια γεγονότα, παρά γεγονότα τα οποία είναι αναμενόμενα. Δηλαδή, εκατομμύρια ανθρώπων εμβολιάζονται χρόνια τώρα κατά ασθενειών και με τον τρόπο αυτόν έχουν αποφευχθεί μείζονες επιδημίες από τις οποίες θα μετρούσαμε οδυνηρές συνέπειες. Δεν το θυμόμαστε όμως αυτό καθημερινά. Αντιθέτως θυμόμαστε τα σπάνια δυσάρεστα περιστατικά. Μεγεθύνουμε λοιπόν το έλασσον και μηδενίζουμε το σημαντικό. Για παράδειγμα, το 1976 στην Αμερική όντως υπήρξαν άτομα, ευτυχώς όχι πολλά, τα οποία ως συνέπεια ενός εμβολίου παρουσιάσαν μια σοβαρή νευρολογική παρενέργεια (το σύνδρομο GuillainΒarre). Η παρενέργεια αυτή αφορούσε έναν στους 100.000 εμβολιασθέντες. Οι εικόνες όμως των ανθρώπων που είχαν δυσκολία να βαδίσουν ή είχαν άλλα νευρολογικά προβλήματα είναι χαραγμένες στις μνήμες όλων. Θυμόμαστε λοιπόν αυτό και δεν θυμόμαστε εκείνους που δεν αρρώστησαν σοβαρά χάρη στο εμβόλιο. Ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε αν κάποιος που σήμερα βαδίζει δίπλα μας θα περπατούσε αν δεν είχε κάνει το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας. Δεν γνωρίζουμε λοιπόν αυτό που απεφεύχθη και, κατά συνέπεια, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αντιπαραβάλουμε τα ενδεχόμενα ορθολογικά.

Στο ερώτημα λοιπόν «αν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους γιατρούς», να επικαλεστώ τη θέση ενός διακεκριμένου επιστήμονα και φίλου, του καθηγητή Θεόδωρου Μουντοκαλάκη, ο οποίος λέει: «Οι γιατροί δεν είναι αλάνθαστοι, μην ξεχνάτε ότι το 1/3 των γιατρών καπνίζει», ενώ γνωρίζουν ότι το τσιγάρο είναι μία από τις χειρότερες απειλές για την υγεία. Επομένως οι γιατροί, αν και έχουμε ειδική παιδεία, αλλά δεν είμαστε αλάνθαστοι στις κρίσεις μας ή στις επιλογές μας.

Στο θέμα της ευθύνης. Ας πάρουμε το παράδειγμα του εμβολιασμού κατά της νέας γρίπης, που έχει αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα. Αν κάποιος νοσήσει, εγώ ως προσωπικός του ιατρός, έχω κάποια ευθύνη που δεν του συνέστησα τον εμβολιασμό, αλ λά η ευθύνη αυτή είναι κάπως αόριστη. Εξάλλου μπορεί και να μη με άκουγε ούτως ή άλλως επηρεασμένος από τη φημολογία ή ακόμη και από διαφορετικές απόψεις συναδέλφων μου. Αν όμως συστήσω τον εμβολιασμό και ένα στο εκατομμύριο ή ένα στα πέντε εκατομμύρια εμφανιστεί μία σοβαρή παρενέργεια, εγώ, ο προσωπικός γιατρός, θα έχω την προσωπική ευθύνη για την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, έστω κι αν αυτή οφείλεται στην τύχη. Και αυτό μπορεί, όχι απαραίτητα, να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας γιατί, για να χρησιμοποιήσουμε νομικούς όρους, άλλη είναι η ευθύνη που πηγάζει εκ της πράξεως και άλλη η εκ της παραλείψεως και αυτό ίσως επηρεάζει τη στάση κάποιων κλινικών ιατρών.

Τέλος υπάρχει και η εκδοχή ότι οι άνθρωποι ζουν για το παρόν. Αυτή τη στιγμή δεν βλέπουν μία απειλητική επιδημία. Είναι γεγονός ότι είχαμε ορισμένους θανάτους από τη νέα γρίπη στην Ελλάδα, ενώ από τότε που αρχίσαμε να μιλάμε για την επιδημία έχουμε δεκαπλάσιους σε τροχαία δυστυχήματα. Αν όμως, ξαφνικά, γινόταν πραγματικότητα η χειρότερη πρόβλεψη, που όλοι την απευχόμαστε, και έχουμε δύο ή τρεις θανάτους, και μάλιστα παιδιών, από τον ιό Η1Ν1, θα δούμε να αναθεωρούνται ταχύτητα οι απόψεις. Επί του παρόντος δεν βλέπουμε την επιδημία. Προβλέπουμε ότι θα έρθει, αλλά δεν ξεχνάμε ότι έχουν υπάρξει επιδημίες που ενώ τις προβλέπαμε, δεν επεκτάθηκαν. Επομένως έχει μία επιφανειακή λογική η άρνηση εμβολιασμού που στηρίζεται στην άποψη «αφού δεν βλέπω απειλητική επιδημία, γιατί να πάω γυρεύοντας για εμβόλιο;». Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις διάφορες φημολογίες, ότι δηλαδή κατασκεύασαν τον ιό οι εταιρείες για να κερδίσουν κατόπιν από το εμβόλιο, καταλαβαίνουμε ότι επωάζεται ένα νοσηρό περιβάλλον στο οποίο ο άλφα διαπρεπής ιατρός λέει εμβολιαστείτε άφοβα και ο βήτα επίσης διαπρεπής ιατρός, λέει μην κάνετε το εμβόλιο. Δεν μπορούμε όμως να προχωρήσουμε έτσι. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι τι λέει ο κατ΄ εξοχήν υπεύθυνος οργανισμός, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που συνεκτιμά τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις ακταοντάδων διακεκριμένων ειδικών επιστημόνων.

Επομένως, για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα αν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ιατρούς, η απάντηση είναι ότι τους εμπιστευόμαστε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, αλλά η απόλυτη εμπιστοσύνη δεν είναι δυνατή. Πρώτον, γιατί η επιστήμη έχει πολλά ακόμη να ανακαλύψει, δεύτερον, γιατί εγγενώς η βιολογία και η ιατρική εμπεριέχουν στοιχεία αβεβαιότητας και τρίτον, γιατί ο κάθε ιατρός έχει τους περιορισμούς του, οι οποίοι υπαγορεύονται από τις εμπειρίες του και την παιδεία του. Και αυτό δεν είναι κριτική, γιατί πρώτος ο γράφων γνωρίζει τους προσωπικούς του περιορισμούς.

Ο κ. Δημήτρης Τριχόπουλος είναι καθηγητής Πρόληψης Καρκίνου και καθηγητής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ηarvard των ΗΠΑ, πρόεδρος και καθηγητής Επιδημιολογίας στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο Κarolinska της Στοκχόλμης, στη Σουηδία, και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.