Σκεφτείτε μια εμπορική εταιρεία με ετήσια έσοδα 6 εκατ. ευρώ και ετήσια έξοδα 9 εκατ. ευρώ, δηλαδή με ζημιά 3 εκατ. ευρώ. Σκεφτείτε και ότι με τα χρόνια έχει μαζέψει 30 εκατ. ευρώ σε δάνεια που χρωστά. Και κάθε χρόνος που περνά κάνει και τη ζημιά και τα δάνεια να αυξάνονται. Πόσον καιρό τής δίνετε προτού οι πιστωτές της ζητήσουν τα λεφτά τους και την κάνουν να χρεοκοπήσει; Μήνες μάλλον παρά χρόνια.

Πολλαπλασιάστε τα νούμερα αυτά με 10.000 και έχετε τα έσοδα, τα έξοδα, το έλλειμμα και τα δάνεια του ελληνικού κράτους, της κεντρικής κυβέρνησης. Η πιθανότητα χρεοκοπίας ενός κράτους σε σχέση με μια επιχείρηση είναι εξαιρετικά μικρή και αυτό ενισχύει όλες τις πολιτικές συμπεριφορές που επιδεινώνουν την κατάστασή του. Πολιτικές που με τα χρόνια οδήγησαν σε δυσκολία πραγματοποίησης εσόδων, σε δραματική διόγκωση των εξόδων και στην κάλυψη του συνεπακόλουθου ελλείμματος με δάνεια. Αυτές οι πολιτικές βέβαια εμμέσως υπονόμευσαν τον δυναμισμό και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και κατέστησαν σταδιακά ανέφικτη, λόγω των περιορισμών χρηματοδότησης, την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία όμως είναι αδύνατον να επιτευχθεί με μια οικονομία τόσο αδύνατη όσο είναι η ελληνική. Ο δρόμος της εξισορρόπησης των δημοσιονομικών περνά πρώτα απ΄ όλα από την οικονομική ανάπτυξη.

Η επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, και μάλιστα υπό συνθήκες σχεδόν ανύπαρκτης πρόσθετης χρηματοδότησης, πρέπει να είναι το κύριο μέλημα της κυβέρνησης. Τα δημόσια έργα υποδομών μεγάλης κλίμακας απετέλεσαν παραδοσιακά τον κύριο μοχλό επανεκκίνησης όλων των οικονομιών, και πολύ πρόσφατα και εντυπωσιακά της Κίνας. Εχουν υψηλό οικονομικό πολλαπλασιαστή για τη χώρα και μπορούν έτσι να τροφοδοτήσουν την κατανάλωση αλλά και το δεύτερο κύμα επενδύσεων. Η έγχυση στην οικονομία, με συνοπτικές διαδικασίες, 5 δισ. ευρώ μέσα από έργα υποδομών θα προσέθετε τουλάχιστον μισή ποσοστιαία μονάδα στο ΑΕΠ για δύο χρόνια. Αυτό όμως απαιτεί ταχύτατες διαδικασίες ανάθεσης και τη δυνατότητα χρηματοδότησής του, που ευτυχώς ακόμη υπάρχει.

Η ενίσχυση και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας σε όλα τα επίπεδα θα επιτρέψει τη διατήρηση της ορμής για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και την απαραίτητη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η «απόσυρση» των εμποδίων για επενδύσεις, η κατεύθυνσή τους σε περιοχές με μεγάλο οικονομικό πολλαπλασιαστή και/ή συντονισμό, η «επιβράβευση» της μεγάλης κλίμα κας και η επιτάχυνση της ολοκλήρωσής τους με μέσα που ήδη υπάρχουν (επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές) πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της αναπτυξιακής πολιτικής τα πρώτα χρόνια. Είναι βέβαιον ότι χωρίς έναν δυναμικό και αυτοενισχυόμενο ιδιωτικό τομέα που οδηγεί την οικονομία μπροστά και την καθιστά ανταγωνιστική είναι αδύνατον να «τακτοποιηθούν» τα δημοσιονομικά, όση δημιουργικότητα και φαντασία στον χειρισμό τους και αν επιδείξει η κυβέρνηση.

Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν αρχίσει η επιτάχυνση της οικονομίας δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι αυτόματα θα μεταβληθεί και η δημοσιονομική δυναμική. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αλλάξουν δομικές σχέσεις σε τέσσερις διαστάσεις:

Δραματική βελτίωση φοροεισπραξιμότητας και κυρίως του ΦΠΑ με την πλήρη ανασυγκρότηση και επαγγελματικό management των μηχανισμών.

Δημιουργία εκτάκτων εσόδων από τη χρησιμοποίηση της δημόσιας περιουσίας για άντληση κεφαλαίων (π.χ. ακίνητα, μετοχές, δικαιώματα).

Μείωση του δομικού κόστους της κρατικής μηχανής, με τον έλεγχο των προσλήψεων, τη συγκράτηση του κόστους και την έξυπνη διαχείριση του δημόσιου προσωπικού.

Βελτίωση της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών με πλήρη ανασυγκρότηση των αντίστοιχων μηχανισμών, ώστε να μειωθούν οι αυξανόμενες δαπάνες του προϋπολογισμού που πηγαίνουν στις συντάξεις.

Για να γίνουν αυτές οι πολιτικές πραγματικότητα χρειάζεται πολύ καλό μάνατζμεντ, κάτι το οποίο απουσιάζει σχεδόν ολοσχερώς από τις δημόσιες υπηρεσίες. Οι πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος, η κομματική διαχείριση των στελεχών και η έλλειψη κινήτρων έχουν οδηγήσει σε μια εξόχως ατελέσφορη και κατά σημεία διεφθαρμένη κρατική μηχανή. Η μόνη μέθοδος αναζωογόνησής της είναι η μεταφορά για διάστημα 2-4 ετών στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο, τα οποία θα συνεχίσουν να αμείβονται κανονικά από τον εργοδότη τους (secondments). Φανταστείτε για μια στιγμή ότι οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί διοικούνται από ανώτερα τραπεζικά στελέχη ή στελέχη εταιρειών τηλεπικοινωνιών που έχουν πείρα και γνώση στην είσπραξη οφειλών.

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να ζητήσει από καθεμία από τις 200-300 μεγαλύτερες επιχειρήσεις να δώσουν για secondment δύο στελέχη η καθεμία για τρία χρόνια σαν «χορηγία» προς το ελληνικό Δημόσιο. Την ίδια στιγμή το Δημόσιο θα μπορούσε να τους ζητήσει να αναλάβουν για την αντίστοιχη περίοδο δύο δημοσίους υπαλλήλους για secondment στις δικές τους υπηρεσίες. Αυτό θα έφερνε νέα ζωή, νέες ιδέες και πρακτικές στη δημόσια διοίκηση, θα μείωνε την έρπουσα διαφθορά και θα ενίσχυε τη γέφυρα μάθησης και κατανόησης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Με το κράτος στη σημερινή του κατάσταση η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει ούτε αναπτυξιακή ούτε κοινωνική πολιτική ουσίας. Χρειάζεται ένα έντονο αρχικό «σπρώξιμο» στην οικονομία, η στήριξη της επιχειρηματικότητας και η ριζική αλλαγή της αντίληψης και των δομών του κράτους για να βγει η Ελλάδα από την πολύ δύσκολη αυτή συγκυρία. Απαιτείται καθαρότητα στόχων και δεσμεύσεων από την κυβέρνηση και ικανότητα διοίκησης από τον κρατικό μηχανισμό.

Ο δρ Κ. Σ. Μητρόπουλος είναι πρόεδρος του ΔΣ της Εurobank ΕFG Τelesis Finance.