Η δημοσιονομική ασφυξία μάς οδήγησε, όπως προβλεπόταν, στο αδιέξοδο όπου η θεραπεία για το ένα κακό έχει παρενέργεια την επιδείνωση του άλλου. Για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα, το κράτος περικόπτει δαπάνες και αυξάνει τους φόρους, αποστερώντας πόρους από τον ιδιωτικό τομέα. Εκεί που η οικονομία έχει ανάγκη τονωτικών ενέσεων, η δημοσιονομική πολιτική ασκεί πρόσθετη υφεσιακή πίεση.

Δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν μεριμνήσαμε να νοικοκυρέψουμε τα δημοσιονομικά μας όταν η οικονομική κατάσταση το επέτρεπε, αναγκαζόμαστε να το κάνουμε στη χειρότερη εποχή. Και το αποτέλεσμα είναι άδηλο- κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια αν το ισοζύγιο ανάμεσα στη δημοσιονομική εξυγίανση και στη μείωση της ιδιωτικής δραστηριότητας θα είναι τελικώς θετικό.

Καθώς όμως διαφορετική λύση δεν υπάρχει, αφού το κράτος δεν έχει πλέον περιθώρια γενναιοδωρίας, επιβάλλεται αν μη τι άλλο να διαμορφώνεται καθαρή εικόνα ως προς το πού στοχεύει το «μείγμα» των αποφασιζομένων μέτρων και τι υπηρετεί καθένα από αυτά. Ποια δηλαδή αποβλέπουν σε καθαρά κοινωνικούς σκοπούς, ποια στη μείωση του χρέους και ποια στην αναθέρμανση της οικονομίας.

Η τελευταία κατηγορία είναι συνήθως και η «λεπτότερη», μια που καλείται κανείς να σταθμίσει από τη μία πλευρά ποιους ευνοούν τα εκάστοτε κίνητρα (η επιδότηση, π.χ., της αγοράς αυτοκινήτων ενισχύει κυρίως ξένες βιομηχανίες), από την άλλη ποιους θίγει η χρηματοδότησή τους. Για παράδειγμα, το επίδομα αλληλεγγύης που εξήγγειλε η κυβέρνηση θα τόνωνε την οικονομία, αν ήταν κανείς βέβαιος ότι όσοι το εισπράξουν θα το διοχετεύσουν στην αγορά, ενώ όσοι το χρηματοδοτούν θα «αποθησαύριζαν» τα ποσά που τώρα θα καταβάλουν ως έκτακτη εισφορά, αποσύροντάς τα από τον οικονομικό κύκλο.

Στην πράξη, αυτή η «βεβαιότητα» είναι εξαιρετικά δύσκολη. Λόγω και των πολλών αφανών εισοδημάτων, δεν είναι εύκολο να προεξοφλήσει κανείς ότι το 1 δισ. ευρώ του επιδόματος θα ενισχύσει τη ζήτηση κατά το ισόποσο, ούτε ότι δεν θα περιστείλει τις επενδύσεις και την κατανάλωση όσων το «πληρώνουν». Αν θέλει κανείς να κινείται σε στέρεο έδαφος, πρέπει να δει το επίδομα μόνο ως κοινωνικό μέτρο, όχι ως κίνητρο αναθέρμανσης της οικονομίας.

Η καθαρή αντίληψη για τον σκοπό κάθε μέτρου αποτελεί μείζον προαπαιτούμενο για τον νέο προϋπολογισμό. Οχι τόσο επειδή δεν είναι πολιτικώς ειλικρινές να μεταμφιέζει κανείς τις κοινωνικές επιδοτήσεις σε κίνητρα. Αλλά κυρίως επειδή οι φοροδοτικές αντοχές όσων καλούνται να πληρώσουν δεν είναι ανεξάντλητες. Αν τους επιβαρύνεις σήμερα για ένα επίδομα, θα αντιδράσουν (και θα κρυφτούν, αν μπορούν) όταν το επιχειρήσεις πάλι αύριο για το έλλειμμα. Αντίθετα, η παρουσίαση μιας συνολικής καθαρής εικόνας για τα βάρη και τα οφέλη μπορεί και να εξασφαλίσει συναίνεση και να κινήσει δυνάμεις κοινωνικής αλληλεγγύηςτουλάχιστον όσο οι επιβαρυνόμενοι ξέρουν ότι δεν επιδοτούν εύπορους λιμενεργάτες ή πονηρούς κομματικούς συμβασιούχους.