Στα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης, πριν από μερικούς μήνες, ουσιαστικά απουσίασε αυτό που ονομάζουμε «διεθνές σύστημα». Ανάκλαση και αυτό μιας αλήθειας: η Ελλάδα δεν ακούγεται στον κόσμο, δεν παρατηρείται, δεν υπολογίζεται.

Η σημερινή Ελλάδα δεν έχει πολιτική στρατηγική, δεν διαθέτει στρατηγική παρουσίας στον σύγχρονο κόσμο. Η πολιτική της τάξη, αν και το ψιθυρίζει από ΄δώ κι από ΄κεί, δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί το εύρος αυτού του μείζονος για την πορεία της χώρας προβλήματος.

Την ίδια στιγμή, η απουσία αυτογνωσίας είναι βαθύ χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Μοιάζει να μας τρομάζει η αυτογνωσία. Η αδυναμία αυτή αποτελεί και το ανυπέρβλητο, προς ώρας, εμπόδιο για την επεξεργασία και διαμόρφωση μιας στρατηγικής διεθνούς παρουσίας της Ελλάδας. Καμιά στρατηγική δεν μπορεί να θεμελιωθεί χωρίς, στον πυρήνα της, η αναζήτηση της αυτογνωσίας να παραμένει πάντοτε ζωντανή. Μας λείπει η γενναιότητα να αντιμετωπίσουμε τις συνθήκες του σήμερα και να αναμετρηθούμε μαζί τους. Να διαμορφώσουμε, δηλαδή, με επίγνωση ένα σταθερό προσανατολισμό στο παρόν, με τη ματιά στραμμένη στο μέλλον. Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε προς τα έξω αν δεν κοιτάξουμε πρώτα προς τον εαυτό μας. Πώς να αναγνωρίσουμε έτσι, κι αυτό να περάσει στο συλλογικό τού Ελληνα του 2010, ότι η υπόθεση των Σκοπίων είναι τελικά μια χαμένη υπόθεση, πέρα και ανεξαρτήτως από την κατάληξη του ονόματος; Και αντί να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας από αυτό σκιαμαχούμε γύρω από το παρελθόν. Αναζητούμε εχθρούς σε κάθε στροφή και σε κάθε γωνία- «Οι Αμερικανοί βοηθάνε τους Τούρκους», «Οι Ρώσοι προσχώρησαν στην Αγκυρα», «Οι Βρυξέλλες μάς πιέζουν αφόρητα»- και αρνούμαστε να δούμε τα πραγματικά μας προβλήματα και συνεπώς να θεμελιώσουμε μια πορεία με περιεχόμενο και με νόημα στον σύγχρονο κόσμο. Την ώρα που ο κόσμος αλλάζει γρήγορα και δραματικά, εμείς μένουμε λίγο ή πολύ πίσω.

Μπορούμε να επιδιώξουμε και να πετύχουμε μια άλλη, δημιουργική παρουσία στον κόσμο; Να ξεφύγουμε από την κατάσταση της ανυποληψίας και να προσέλθουμε δημιουργικοί, συμμέτοχοι και συντελεστές της εξέλιξής του; Με την Ελλάδα να χτίζει μια άλλη εικόνα, να κερδίζει μια καλύτερη θέση; Ασφαλώς μπορούμε. Χρειάζεται όμως η Ελλάδα αυτή κάτι να πει. Να αναλάβει την ευθύνη κάτι να πει. Κάτι να κομίσει στον σύγχρονο κόσμο. Για να μπορεί όμως κάτι να πει, πρέπει πρώτα να απαντήσει με ειλικρίνεια και σαφήνεια, με δραματικότητα ενδεχομένως, στο ερώτημα: «Ποιοι είμαστε και πού πάμε;». Να χτίσει δηλαδή μια ταυτότητα. Να διατυπώσει ένα περιεχόμενο, να κομίσει ένα νόημα.

Την ίδια στιγμή, οι διαφημίσεις τουριστικού τύπου, οι οποίες μπορούν στο επίπεδο της αγοράς να προσελκύουν τουρίστες- δηλαδή, αδιάφορους και περαστικούς κατά κανόνα επισκέπτες ενός ιστορικού για την ανθρωπότητα χώρου-, όση «εργαλειακότητα» κι αν έχουν, ακρωτηριάζουν τη δυνατότητα της συμμετοχής μας σε έναν κόσμο ο οποίος (αν και αμείλικτα ανταγωνιστικός και τέτοιος θα παραμείνει) θα αναζητεί διαρκώς ένα νόημα.

Σε αυτή την αναζήτηση νοήματος σήμερα η Ελλάδα δεν συμμετέχει. Είναι χρήσιμη η αναζήτηση του «brand name Greece» (προσπερνάω την αφέλεια της προσέγγισης, που δίνει έμφαση στην προϊοντική διάσταση), αλλά αν δεν αποφασίσουμε ποιοι είμαστε και πού πάμε, όλη η συζήτηση δεν έχει νόημα και το ερώτημα «Μπορεί η Ελλάδα να διεκδικήσει διακριτή παρουσία στον σύγχρονο κόσμο;» θα μένει αναπάντητο.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.