Οσοι παρατηρούν με νηφαλιότητα και χωρίς κακή πίστη τον αγώνα για τη διαδοχή που εξελίσσεται στις τάξεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία, αν εξακολουθούν να ανήκουν σε αυτούς που πιστεύουν ότι στη χώρα υπάρχει ακόμη αυτό που παλιά ονομάζαμε πολιτική: κάτι σαν πρόγραμμα, δηλαδή, που υποστηρίζεται από κάτι σαν ιδέες, ενισχυμένες από κάτι σαν έμπνευση. Γιατί ενώ το πρόγραμμα, διακριτικό, δεν κάνει καθόλου αισθητή την παρουσία του, οι ιδέες είναι τόσο κοινότοπες, ώστε αποτελούν ένα είδος αυστηρής φρουράς που κρατάει την έμπνευση στην εξορία. Πράγματι, αν προσέξει κανείς, δοκιμάζοντας τις αντοχές του, τα γραπτά, τους λόγους και τα λόγια των κυρίως υποψηφίων, θα διαπιστώσει ότι ο καθένας δεν απέχει πολύ από το να προτείνει ένα είδος διαφημιστικού πακέτου των αρετών και των ικανοτήτων του, που η κοινωνία της αγοράς καλείται να επιλέξει ανάλογα με τις ανάγκες της. Αν μάλιστα προσθέσει κάποιος στην ισχυρή τριάδα τους γραφικούς, που δεν λείπουν ποτέ από τις μεγάλες εκδηλώσεις, τότε η γιορτή μοιάζει πολύ με πανηγύρι, όπου ο καθένας διαλαλεί την πραμάτεια του. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι στον εξειδικευμένο γραφικό της παράταξης ήρθε να προστεθεί και ένας άλλος, νέος και ωραίος αυτός, ο οποίος επέλεξε τη στάση τού επίδοξου υποψηφίου, προφανώς πιστεύοντας ακράδαντα στην πολύτιμη πολιτική του παρουσία και στο συνακόλουθο βάρος τής απόφασής του.

Οι εξαγγελίες των υποψήφιων ηγετών παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ομοιομορφία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις βασικές θέσεις, πράγμα που ίσως προδικάζει τη μελλοντική ενότητα της παράταξης- εκτός εάν, ακριβώς λόγω της ομοιομορφίας, η ευγενής άμιλλα πάρει τη μορφή διαγκωνισμού, οπότε το μέλλον θα είναι δυσοίωνο. Βεβαίως, όλοι τάσσονται υπέρ του διαλόγου, ο οποίος πρέπει να είναι ξεκάθαρος, ειλικρινής, σοβαρός και υπεύθυνος, θεμελιωμένος στον ορθό λόγο και στον ρεαλισμό. Στην προοπτική αυτή, τόσο ο διάλογος όσο και ο λόγος που θα τον θεμελιώνει, θα στραφούν με αποφασιστικότητα εναντίον του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, γνωρίσματα τα οποία, όπως το ξέρουμε όλοι, αφορούν πάντα τον λόγο του αντιπάλου, εσωκομματικού ή μη.

Ταυτοχρόνως, όλοι οι υποψήφιοι αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται μεγάλες αλλαγές στην παράταξη. Κρίσιμο σημείο διαφωνίας ωστόσο είναι η ποσόστωση της αλλαγής. Για τον έναν πρέπει να είναι μεγάλη, για τον άλλον πολύ μεγάλη, ενώ για τον τρίτο πρέπει να είναι καταιγιστική ή ακόμη και σαρωτική. Το περιεχόμενο των αλλαγών παραμένει, για την ώρα, επτασφράγιστο μυστικό, προφανώς γιατί η στιγμή των γενικών εξαγγελιών δεν συνάδει με την απαρίθμηση των λεπτομερειών που μόνο ανία θα προκαλούσε στους ανειδίκευτους. Πρώτες προτεραιότητες, σύμφωνα τουλάχιστον με την καθιερωμένη ορολογία, εξακολουθούν βεβαίως να παραμένουν η Παιδεία και ο πολιτισμός, που όλοι απολαύσαμε τα τελευταία πεντέμισι χρόνια. Αλλά τα πνευματικά αυτά αγαθά έρχεται τώρα να συμπληρώσει, ενισχυμένη, η αποφασιστική μέριμνα για τους οικονομικά ασθενείς, για τους οποίους υπεύθυνη είναι η οικονομική κρίση.

Παραδόξως, στο δύσκολο αυτό πρόβλημα η λύση μοιάζει σχετικά εύκολη και βρίσκει σύμφωνους τους τρεις υποψηφίους. Πρόκειται για τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό», υψηλή έννοια που τη διατύπωσή της επιτρέπει η γλώσσα- όπως εξάλλου επιτρέπει και τη διατύπωση «τετράγωνος κύκλος»-, χωρίς ούτε εδώ να χρειάζεται η εκνευριστική εμμονή στην αναζήτηση ενός συγκεκριμένου και ακριβούς περιεχομένου. Εξάλλου, όταν το όραμα είναι πάρα πολύ μεγάλο μπορεί να συγχωρήσει κανείς κάποιες ασάφειες στη διατύπωσή του: η πραγματικότητα θα κληθεί να αναλάβει την εφαρμογή και άλλοι θα πληρώσουν τα σπασμένα.

Μένει ο ακρογωνιαίος λίθος της όλης σύλληψης: εμείς. Γιατί όλα αυτά θα γίνουν για χάρη μας. Εχουμε, κατά κάποιον τρόπο, μπει στο στόχαστρο της αναγεννησιακής αλλαγής. Είμαστε όμως άξιοι του δώρου; Μπορούμε να αντέξουμε την αλλαγή; Ευτυχώς, η απάντηση στο αγωνιώδες αυτό ερώτημα είναι καταφατική. Πράγματι, με δεδομένο, όπως το διαβάζω, ότι η έννοια της ελευθερίας είναι εμφυτευμένη στο ιστορικό υποσυνείδητο του λαού μας, συγκινώντας και συνεγείροντας κάθε πολίτη, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι αξίζουμε τα δώρα που θα μας προσφερθούν. Βέβαια είναι λίγο δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η ελευθερία βρέθηκε βυθισμένη στο υποσυνείδητό μας, ενώ συνήθως αστραποβολούσε στη συνείδησή μας. Και εδώ όμως η απάντηση δεν είναι τόσο δύσκολη όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Μια συλλογική ψυχανάλυση θα έλυνε το πρόβλημα, υπό τον αυτονόητο όρο ότι τα έξοδα θα καλύπτονταν από τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Εξάλλου, καθώς στον λαό μας η ελευθερία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στον προθάλαμο της συνείδησης, τα έξοδα δεν θα ήταν υπερβολικά: δυο τρεις συνεδρίες θα αρκούσαν. Περαστικά και δικά τους και δικά μας ελπίζω, τουλάχιστον ως το επόμενο επεισόδιο της σειράς.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.