Η Γερμανία έκανε την επιλογή της. Ψήφισε ξεκάθαρα εναντίον του μεγάλου συνασπισμού, ρίχνοντας τους Σοσιαλδημοκράτες στην πολιτική άβυσσο. Μόνον ερείπια απομένουν από το κάποτε υπερήφανο SΡD του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Παρά την καθαρή νίκη της Κεντροδεξιάς, οι Χριστιανοδημοκράτες του CDU δεν έμειναν αλώβητοι. Αλλά οι απώλειές τους ήταν ήπιες, ενώ το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, η Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU), υπέστη βαριά ήττα, τη βαρύτερη έπειτα από αυτήν των Σοσιαλδημοκρατών.

Το SΡD βυθίζεται, το CSU βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και το CDU έχει φθαρεί. Καθαροί νικητές είναι ο Γκίντο Βεστερβέλε και το φιλελεύθερο κόμμα του των Ελεύθερων Δημοκρατών, ακολουθούμενο από την Αριστερά και τους Πράσινους. Αυτά τα τρία κόμματα έλαβαν περισσότερες ψήφους από ποτέ.

Ωστόσο η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Η πιο καθαρή νικήτρια είναι η Ανγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος τα έπαιξε όλα για όλα και κέρδισε το «τζακ ποτ». Αντίθετα με το κόμμα της, είναι τώρα ισχυρότερη από ποτέ. Θα δούμε άραγε μια νέα Μέρκελ, μια καγκελάριο που, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς του SΡD, θα είναι αποφασιστικότερη, θα προβεί σε μεταρρυθμίσεις και θα είναι διατεθειμένη να αναλάβει πολιτικά ρίσκα;

Μη στοιχηματίζετε σε αυτό. Η κυρία Μέρκελ μόλις που απέφυγε να περιπέσει στην πολιτική λήθη στις εκλογές του 2005, όταν το CDU τάχθηκε υπέρ των ριζοσπαστικών αλλαγών στην κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς. Η σωτηρία της προήλθε από τον τότε καγκελάριο Σρέντερ, η άσχημη εκλογική επίδοση του οποίου της παρέδωσε την εξουσία.

Η τύχη και η επιτυχία πάνε σίγουρα χέρι χέρι στην πολιτική. Αλλά η κυρία Μέρκελ δεν έχει προσπαθήσει από τότε να προκαλέσει την τύχη της. Αντιθέτως, έχει χωρίς δισταγμό στρέψει το CDU προς τα αριστερά, γιατί διδάχτηκε τρία πράγματα από την εκλογική ήττα το 2002 και την περιορισμένη νίκη το 2005: οι Γερμανοί δεν επιθυμούν να πάνε στον πόλεμο, δεν σκέπτονται πολύ τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και βρίσκονται οι περισσότεροι στα αριστερά των CDU/CSU.

Η κυρία Μέρκελ μπόρεσε να ακολουθήσει αυτή τη στρατηγική γιατί γνώριζε ότι η δεξιά της πτέρυγα καλύφθηκε από το FDΡ (το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών), το οποίο θα προσέλκυε ψηφοφόρους δυσαρεστημένους από την «αριστερή στροφή» του CDU. Και κατόπιν θα μετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Την ίδια ώρα, μετακινούμενη προς τα αριστερά, η κυρία Μέρκελ έθεσε το SΡD εκτός του πολιτικού Κέντρου, όπου κερδίζονται και χάνονται οι εκλογές στη Γερμανία, ενώ θα ήταν ακόμη σε θέση να σχηματίσει μια λειτουργική πλειοψηφία στο νέο πεντακομματικό σύστημα, χωρίς να διακινδυνεύσει νέους συνασπισμούς και σφοδρές εσωτερικές πολιτικές διενέξεις.

Με άλλα λόγια, το μυστικό της εκλογικής νίκης της κυρίας Μέρκελ η εξασφάλιση μιας κεντροδεξιάς πλειοψηφίας, προκειμένου να προωθήσει, λίγο-πολύ, μια κεντροαριστερή πολιτική ατζέντα. Ενδεχόμενη αλλαγή τακτικής από την κυρία Μέρκελ απλώς θα ενδυνάμωνε και πάλι το κατεστραμμένο SΡD.

Σίγουρα ο «μαυροκίτρινος» συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών- Ελεύθερων Δημοκρατών θα προβεί σε ορισμένες αλλαγές πολιτικής: θα καθυστερήσει το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων, θα προωθήσει επιφανειακές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα κτλ. Αυτά, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τμήματα των ψηφοφόρων του, αλλά και των οικονομικών υποστηρικτών του. Δεν θα υπάρξει όμως αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης.

Παρ΄ όλα αυτά, η διακυβέρνηση δύσκολα θα αποδειχθεί εύκολη υπόθεση για την κυρία Μέρκελ. Τα ερχόμενα χρόνια θα βρεθεί αντιμέτωπη στο εσωτερικό με την οικονομική κρίση, με την αύξηση της ανεργίας, με τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και με τις δημογραφικές προκλήσεις. Στο εξωτερικό θα πρέπει να κάνει σκληρές επιλογές στο Αφγανιστάν, στο Ιράν, στο Πακιστάν και στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, με τη διάλυση του μεγάλου συνασπισμού δεν θα μπορεί πλέον να επιρρίπτει τις ευθύνες για την αδράνειά της στα εμπόδια που προβάλλει το SΡD.

Πραγματικά, τα περιθώρια της κυρίας Μέρκελ για ελιγμούς θα είναι περιορισμένα. Εως τώρα η κυρία Μέρκελ είχε να αντιμετωπίσει μια αδύναμη ή ανύπαρκτη αντιπολίτευση. Αυτό θα αλλάξει πολύ γρήγορα, με δεδομένη και την πιθανότητα αύξησης των νατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.

Από εδώ και στο εξής θα απαιτηθεί να επιδείξει χαρακτηριστικά τα οποία έως τώρα έχει δείξει ότι δεν διαθέτει: ηγετική ικανότητα και ταχεία λήψη αποφάσεων.

Η νίκη του «μαύρου και κίτρινου» έχει επιπλέον καθορίσει την εναλλακτική επιλογή: κόκκινη, βαθιά κόκκινη και πράσινη. Τα παλαιά πολιτικά στρατόπεδα- της Αριστεράς και της Δεξιάς- προς το παρόν επιστρέφουν. Αν αυτή η κατάσταση επικρατήσει πέραν του 2013, το SΡD θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια καθόλου ζηλευτή πρόκληση: Θα πρέπει να επανακαθορίσει τους στόχους του, περιλαμβάνοντας σε αυτούς έναν πιθανό συνασπισμό με την Αριστερά σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά χωρίς παράλληλη πολιτική μετακίνησή του προς τα αριστερά. Το SΡD, μαζί με τους Πράσινους, θα πρέπει να μεταφέρει τη μάχη στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Αποκλείοντας έτσι τον ανταγωνισμό με την Αριστερά για τους ψηφοφόρους που μετακινούνται προς το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος.

Επιπλέον το κόμμα «Αριστερά», το οποίο αποτελείται από το άλλοτε ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας και διαφωνούντες Σοσιαλδημοκράτες, θα πρέπει να «παίξει μπάλα» ασπαζόμενο τον πολιτικό ρεαλισμό. Ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχει είναι μέσω της συμμετοχής της Αριστεράς στις τοπικές κυβερνήσεις των γερμανικών κρατιδίων. Αλλά είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν κάτι τέτοιο είναι πιθανό με τον δυσαρεστημένο πρώην Σοσιαλδημοκράτη Οσκαρ Λαφοντέν. Και οι Πράσινοι; Ο ρόλος τους σε μια τέτοια κατάσταση θα είναι να εκπροσωπούν τη μεσαία τάξη και τους οικολογικά ευαίσθητους ψηφοφόρους. Αν πάντως ξεσπάσει ανταγωνισμός εντός του αριστερού στρατοπέδου, οι Πράσινοι θα υποστούν απώλειες, όπως και οι πιθανοί εταίροι τους σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση συνασπισμού.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, ηγετικό μέλος του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων επί σχεδόν 20 χρόνια, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και αντικαγκελάριος από το 1998 ως το 2005.