Η υποχρέωση ορκοδοσίας, που προβλέπεται στη νομοθεσία μας για μάρτυρες, πραγματογνώμονες, ενόρκους, διαδίκους, πρόσωπα που καταλαμβάνουν θέσεις ή αξιώματα στο Δημόσιο κτλ., αποβλέπει σε ενίσχυση της εγγύησης αξιοπιστίας (γι΄ αυτούς που πρέπει να καταθέσουν την αλήθεια) και τελικά, για όλες τις περιπτώσεις, σε ενίσχυση της συναίσθησης ευθύνης.

Η επιβολή όμως του θρησκευτικού τύπου του όρκου μπορεί να δημιουργήσει συνειδησιακά προβλήματα, ακόμη και σε χριστιανούς, αν θυμηθεί κανείς την ευαγγελική ρήση «εγώ δε λέγω υμίν, μη ομόσαι όλως». Και όταν θίγεται η συνειδησιακή ελευθερία του ατόμου, παραβιάζεται το Σύνταγμα. Ειδικότερα, η επιβολή αυτή συνιστά ηθικό εξαναγκασμό, που είναι αντίθετος με τα άρθρα του Συντάγματος 2, παρ. 1 (προστασία της αξίας του ανθρώπου), 5, παρ. 1 (προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας), 7, παρ. 1 (απαγόρευση της άσκησης ψυχολογικής βίας) και ιδίως 13, παρ. 1 (προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης). Η συνταγματική αυτή προστασία δεν αφορά μόνο αυτούς που δηλώνουν ότι δεν έχουν (ή έχουν διαφορετικές από τις χριστιανοορθόδοξες) θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά και αυτούς που δεν θέλουν να αποκαλύψουν τις σχετικές πεποιθήσεις τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταδικάσει το κράτος του Αγίου Μαρίνου που πίεσε νεοεκλεγέντες βουλευτές να ορκισθούν στο Ευαγγέλιο κατά παραβίαση της θρησκευτικής τους ελευθερίας και πιο πρόσφατα τη χώρα μας σε θέμα που αφορούσε την ορκωμοσία δικηγόρου.

Το πρόβλημα και η λύση

Το πρόβλημα λύνεται αν δοθεί η εναλλακτική λύση του πολιτικού όρκου, ο οποίος δεν είναι παρά διαβεβαίωση στην τιμή και στη συνείδηση του ορκιζομένου. Η τιμή και η συνείδηση είναι κοινό κτήμα κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις όποιες πεποιθήσεις του (που δεν αποκαλύπτονται με τη διαβεβαίωση αυτή).

Σήμερα όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, προβλέπεται ως κανόνας ο θρησκευτικός τύπος του όρκου και μόνο αν δηλώσει κανείς τις διαφορετικές (ή ανύπαρκτες) θρησκευτικές πεποιθήσεις του, του δίνεται η δυνατότητα διαφορετικού ή και πολιτικού όρκου. Ετσι είναι ενδεχόμενο ο καλούμενος να ορκισθεί είτε να εξαναγκάζεται, παρά συνείδηση, να δώσει τον προβλεπόμενο θρησκευτικό όρκο, για να μην αποκαλύψει και μάλιστα δημοσίως τα διαφορετικά θρησκευτικά πιστεύω του, είτε να αναγκάζεται να τα αποκαλύψει για να αποφύγει τον αντίθετο με τη συνείδησή του θρησκευτικό όρκο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει συνειδησιακός εξαναγκασμός, αντίθετος προς το Σύνταγμα. Σωστότερη είναι η λύση που προβλέφθηκε από το 2001 (με εισήγηση στη Βουλή της σχετικής τροποποίησης της νομοθεσίας από τον γράφοντα) για την όρκιση μαρτύρων στα πολιτικά δικαστήρια: να ερωτάται, δηλαδή, ευθύς εξαρχής ο μάρτυρας από τον δικαστή (ο οποίος δεν θα ασχολείται με τις όποιες θρησκευτικές πεποιθήσεις του μάρτυρα) αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο και ο μάρτυρας ελεύθερα να επιλέγει, χωρίς η επιλογή του να αποκαλύπτει το τι πιστεύει. Οπως είπαμε, υπάρχουν και χριστιανοί που, αντί του θρησκευτικού όρκου, προτιμούν τη διαβεβαίωση στην τιμή και στη συνείδησή τους. Οποιαδήποτε έρευνα για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του προσώπου θα προσέβαλλε τη συνειδησιακή ελευθερία του. Ισως πάντως και εδώ να υπάρχουν κάποια ίχνη εξαναγκασμού αν ο μάρτυρας δεν θέλει να πει δημοσίως ότι, αντίθετα με τις παραδόσεις, δεν επιλέγει τον θρησκευτικό όρκο.

Γι΄ αυτό η καλύτερη λύση είναι η γενίκευση του πολιτικού όρκου για όλους. Και σ΄ αυτή την περίπτωση, πάντως, παραμένει δυνατή η προαιρετική δόση και θρησκευτικού όρκου (π.χ., στην Εκκλησία, εφόσον αυτή το δέχεται) για όσους, π.χ. βουλευτές ή υπουργούς, αισθάνονται αυτή την πρόσθετη ανάγκη.

Συνταγματικές προβλέψεις
Η παραπάνω λύση μπορεί να θεσπισθεί με απλό νόμο, εκτός από την περίπτωση του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών, για την οποία υπάρχει συνταγματική πρόβλεψη και επομένως χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος. (Σημειωτέον ότι για τους υπουργούς το Σύνταγμα δεν προβλέπει όρκιση.) Πάντως και υπό το ισχύον Σύνταγμα η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης επιτρέπει τόσο στον εκλεγόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας όσο και στους βουλευτές να αρνηθούν τον θρησκευτικό όρκο (όπως, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια αρκετοί βουλευτές πράττουν). Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το ισχύον Σύνταγμα χαλάρωσε μεν σαφώς την κατά το προηγούμενο Σύνταγμα (του 1952) σύνδεση Κράτους και Εκκλησίας και δεν επανέλαβε την παλαιά συνταγματική διάταξη ότι ο αρχηγός του κράτους πρέπει να πρεσβεύει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας· προβλέπει όμως μόνο τον χριστιανοορθόδοξο θρησκευτικό τύπο όρκου. Αλλά, αφού συνειδητά κατήργησε την απαγόρευση ανάληψης καθηκόντων Προέδρου της Δημοκρατίας από έλληνες μη χριστιανούς ορθοδόξους, θα πρέπει για την (έστω, μη πιθανή) περίπτωση αυτή να καλυφθεί το (συγκαλυμμένο) κενό της μη πρόβλεψης άλλου τύπου όρκου με την παραπάνω, σύμφωνη με τη συνταγματική θρησκευτική ελευθερία, διέξοδο.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ τα προηγούμενα του ισχύοντος Συντάγματα (πλην του δημοκρατικού Συντάγματος του 1927) προέβλεπαν ότι ο όρκος του αρχηγού του κράτους έπρεπε να δίνεται ενώπιον της Βουλής, της κυβέρνησης και της Ιεράς Συνόδου, το ισχύον Σύνταγμα του 1975 ενσυνείδητα απήλειψε την παρουσία της Ιεράς Συνόδου ορίζοντας ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται μόνο «ενώπιον της Βουλής». Η σαφής θέληση του συνταγματικού νομοθέτη του 1975 να αποθρησκευτικοποιήσει την καθαρά πολιτειακή από τη φύση της τελετή της ορκωμοσίας του επικεφαλής της Πολιτείας (όχι της Εκκλησίας) υπονομεύεται όμως στην πράξη όταν αναλαμβάνουν αναρμοδίως αρχιερείς να ορκίσουν τον Πρόεδρο υπό την ανοχή της Βουλής αλλά και του ίδιου του ορκιζόμενου Προέδρου και σε αντίθεση με το πνεύμα της παραπάνω νέας συνταγματικής ρύθμισης.

Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.