Στις 31 Ιουλίου, η Τουρκία τίμησε τα 50 χρόνια επισήμων σχέσεων της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Χωρίς τη διοργάνωση κάποιας ιδιαίτερης εορταστικής εκδήλωσης, παρουσιάστηκε ένα κείμενο για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτών των σχέσεων. Πολλοί ήταν αυτοί που γέλασαν μέσα στην αίθουσα.

Είναι γεγονός ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη είχαν ως σήμερα πολλές διακυμάνσεις και συχνότερα βρέθηκαν στο ναδίρ παρά στο ζενίθ. Τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα ήταν η συμφωνία της Αγκυρας το 1963, η πρώτη υποβολή του αιτήματος ένταξης το 1987, η τελωνειακή ένωση το 1995, η επαναδιατύπωση του αιτήματος ένταξης το 1999 και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 2005.

Κανένα μέλος της ΕΕ δεν περίμενε τόσα από την Τουρκία και κανένα από αυτά δεν επωφελήθηκε τόσο από την ευρωπαϊκή δυναμική της χώρας όποτε αυτή είχε απτά αποτελέσματα.

Στη Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε πάντοτε το πνεύμα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας με την Ανατολή, κάτι που μετουσιώθηκε σε πράξη το 2001.

Οι δυτικοί, οι οποίοι είχαν ως τότε δεχτεί μεγαλόψυχα την «άλλη Ευρώπη», ξεκίνησαν να εργάζονται για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Στη συνέχεια, το πνεύμα της αλληλεγγύης έσβησε και αντικαταστάθηκε από υπολογισμούς ήσσονος σημασίας, με βάση τα στενά εθνικά ή τοπικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, το κόστος της διεύρυνσης, που με τόση ευκολία διογκώνεται, δεν είναι παρά το ένα εικοστό του ποσού που έλαβαν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες από το Σχέδιο Μάρσαλ. Αντιθέτως, τα οφέλη αυτής της διαδικασίας δεν αποτιμώνται σε χρήματα. Με ελάχιστα χρήματα η Ευρώπη κατάφερε να περιορίσει την καταστροφή της μετακομμουνιστικής Ευρώπης στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, θέτοντας τις βάσεις της ειρήνης και της ευημερίας ολόκληρης της ηπείρου. Ποιος τα θυμάται όλα αυτά μέσα στην κακοφωνία της σημερινής Ευρώπης;

Το 1999, η Τουρκία δεσμεύτηκε να ακολουθήσει αυτό το μεγάλο σχέδιο, αποδεχόμενη να υιοθετήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η επιθυμία της αλλαγής και ο άνεμος της Δύσης ώθησαν τους Τούρκους να μεταμορφώσουν εκ βάθρων τη χώρα. Σήμερα, 10 χρόνια μετά, η Τουρκία είναι μια άλλη χώρα.

Μετά την αποδοχή της άλλης Ευρώπης, η σημερινή πρόκληση για την ΕΕ είναι να δεχθεί και το «έτερον ήμισυ» της Ευρώπης. Μια απόφαση τεράστιας σημασίας, η οποία ξεπερνά τα στενά ευρωπαϊκά όρια και αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις. Ασφαλώς, η συνεργασία με το κοσμικό πρόσωπο της ετερότητας και την κληρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έφερε μαζί της το κατακτητικό Ισλάμ, απαιτεί πολιτικό θάρρος και ένα αποκρυσταλλωμένο όραμα εκ μέρους της Ευρώπης.

Ως μέλος της ΕΕ και προσδεδεμένη στο άρμα της Ευρώπης, η Τουρκία θα μπορούσε να καταστεί πόλος έλξης για τις χώρες των νοτίων ακτών της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου και να «εξαγάγει» σε αυτές τη σταθερότητά της. Τα εκκρεμή ζητήματα, όπως η κατάσταση στην Κύπρο, οι αντιπαραθέσεις με την Ελλάδα, το κουρδικό ζήτημα, η λαθρομετανάστευση και άλλα προβλήματα, θα μπορούσαν να επιλυθούν πιο άνετα μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο.

Την προηγούμενη περίοδο, προτάχθηκαν τα δυνητικά οφέλη τα οποία θα είχε η ένταξη για τη νεολαία της χώρας, η προσέλκυση μιας μη κορεσμένης αγοράς 75 εκατ. καταναλωτών, οι οικονομίες κλίμακας λόγω της γειτνίασης με άλλες ασιατικές χώρες, η γεωστρατηγική βαρύτητα ως χώρας συμμάχου του ΝΑΤΟ και η κομβική θέση στον ενεργειακό χάρτη.

Η αποκαλούμενη όμως «κόπωση της διεύρυνσης» έχει φέρει στο προσκήνιο τις αμφιβολίες, αν όχι την άγνοια, και την υπεροψία έναντι της Τουρκίας. Η συμπεριφορά αυτή έχει προκαλέσει με τη σειρά της την απομυθοποίηση της Ευρώπης από τους Τούρκους και ένα αυξανόμενο αίσθημα εξοστρακισμού.

Εκτός όμως από το γεγονός ότι η χώρα θεωρείται ένα βάρος για την Ευρώπη, η συζήτηση στρέφεται γύρω από την ταυτότητα και τα σύνορα της ηπείρου. Τα ερωτήματα αυτά, αν και απολύτως δικαιολογημένα, σκιάζονται από το άγχος και από τη δυσκολία να γίνει πλήρως αντιληπτή η πραγματικότητα. Η συζήτηση για την είσοδο ενός εταίρου νέου τύπου στην ΕΕ έχει μόλις ξεκινήσει και η συνέχισή της σε κλίμα ειλικρίνειας είναι προς το συμφέρον όλων, ακόμα κι αν ορισμένοι το αγνοούν.

Ο κ. Σενγκίζ Ακτάρ διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Μπαχτσεσεχίρ της Κωνσταντινούπολης.