Ποτέ άλλοτε μια τόσο προδιαγεγραμμένη εκλογική έκβαση δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη έκπληξη. Οι αφύσικες(!) μετακινήσεις ψηφοφόρων και το απροσδόκητο μέγεθος της διαφοράς έφεραν σε πλήρη αμηχανία τους εκλογολόγους και τα κομματικά επιτελεία. Τη φορά αυτή η εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία εμπεριείχε το στοιχείο μιας οιονεί ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Ενα εντελώς βουβό και απρόσμενο εκλογικό τσουνάμι σάρωσε τη Νέα Δημοκρατία και έδωσε ισχυρή αυτοδυναμία στο ΠαΣοΚ. Το ερώτημα που απασχολεί πλέον τους αναλυτές είναι αν η άφατη αυτή ψήφος αποτελεί ένα νέο πολιτικό φαινόμενο, ένα νέο πρότυπο εκλογικής συμπεριφοράς που σηματοδοτεί τη χειραφέτηση και τον απεγκλωβισμό μιας μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων από τα κομματικά δεσμά, αλλά και από την περιρρέουσα επικοινωνιακή και δημοσκοπική ατμόσφαιρα των εκλογικών αναμετρήσεων. Η άδηλη και ευμετάβλητη ψήφος δημιουργεί ανασφάλεια, αφού μπορεί κάποια στιγμή να λειτουργήσει ως κεραυνός εν αιθρία και να προκαλέσει τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Αυτό δεν ανησυχεί μόνο τους εκλογολόγους, αλλά και την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας.

«Ανευθυνότητας» εγκώμιο
Χωρίς να αμφισβητώ την εκλογική αυτή διαπίστωση, θέλω να δώσω μια διαφορετική εν μέρει ερμηνεία. Το τέλος του κομματικού πατριωτισμού και το ξεθώριασμα της κομματικής ταυτότητας δεν είναι κάτι καινούργιο. Αρχισε εδώ και πάρα πολλά χρόνια και αποτελεί λογικό επακόλουθο της πρωτοφανούς μέχρι πρότινος ιδεολογικής όσμωσης μεταξύ δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Σε αυτή όμως την εκλογική αναμέτρηση παρατηρήσαμε μια ευδιάκριτη ιδεολογική διαφοροποίηση. Η «κρίση του αιώνα» ανάγκασε τα κόμματα να επανεξετάσουν τη φυσιογνωμία τους, αναθεωρώντας απόψεις και αναδιατυπώνοντας προγράμματα. Τα δύο κόμματα εξουσίας κατέληξαν να προτείνουν δύο ευκρινώς διαφορετικές στρατηγικές εξόδου από την κρίση.

Στη Νέα Δημοκρατία τα δημοσιονομικά γεράκια επέβαλαν τη στρατηγική της «υπευθυνότητας». Μόνιμη επωδός του προγραμματικού λόγου, η δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και το πάγωμα των μισθών για να μειωθούν τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Η επώδυνη αυτή πολιτική πρόταση ανέδειξε το πραγματικό πρόσωπο της συντηρητικής παράταξης, η οποία στις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις καλυπτόταν επιμελώς από ένα πέπλο φραστικής μετριοπάθειας. Η ιδιότυπη αυτή «γλώσσα της αλήθειας», που το μόνο που υπόσχεται είναι χειρότερες ημέρες, κατατρόμαξε το εκλογικό σώμα και οδήγησε στην εκλογική συντριβή.

Αντίθετα το ΠαΣοΚ αντελήφθη ότι η κρίση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με επιθετική δημοσιονομική πολιτική. Οικοδόμησε την προεκλογική του καμπάνια γύρω από την αναδιανομή του εισοδήματος και την πράσινη ανάπτυξη, υποβαθμίζοντας τη σημασία των ελλειμμάτων. Ασχέτως αν συμφωνεί κανείς ή όχι με μια τέτοια λύση, η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και της κατανάλωσης για να βγει η χώρα από την κρίση αποτελεί μια εντελώς διαφορετική οικονομική πρόταση. Για πρώτη φορά το κοντράστ των πολιτικών προτάσεων βάρυνε πολύ περισσότερο στην ψήφο απ΄ ό,τι το κοντράστ των αρχηγών. Ετσι οι ψηφοφόροι αποδοκίμασαν κατηγορηματικά τη στρατηγική της… «υπευθυνότητας» και επιβράβευσαν τη στρατηγική της… «ανευθυνότητας» και όχι Καραμανλή ή Παπανδρέου.

Κράτος και πολιτικά κόμματα
ξέρω αν η κρίση αυτή συνεπάγεται «επιστροφή του Κέινς» ή «επιστροφή του Μαρξ». Το μόνο που ξέρω είναι ότι σηματοδοτεί την ορμητική επάνοδο της πολιτικής στην οικονομία μέσα από την έμπρακτη «επιστροφή του κράτους» και την αποκατάσταση της δημόσιας εξουσίας. Υστερα από τρεις ολόκληρες δεκαετίες αποδεικνύεται με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι οι ανεξέλεγκτες αγορές δεν είναι η λύση αλλά το πρόβλημα. Η θεαματική επανενεργοποίηση του κράτους αποτελεί το κορυφαίο γεγονός αυτής της κρίσης και οι επιπτώσεις του θα σφραγίσουν ανεξίτηλα τις πολιτικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών. Μοιραία θα επηρεάσουν καθοριστικά την ιδεολογική φυσιογνωμία, τα προγράμματα και τη λειτουργία των κομμάτων, που θα αναγκαστούν να αναζητήσουν νέα μοντέλα διακυβέρνησης. Και φυσικά θα επηρεάσουν αντιστοίχως και τα κριτήρια επιλογής και τις εκλογικές προτιμήσεις των ψηφοφόρων.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα προσαρμογής το έχουν τα συντηρητικά κόμματα, που επί πολλές δεκαετίες αντιμετώπιζαν το κράτος ως εχθρό. Το δυσφημούσαν, το υπονόμευαν και το πολεμούσαν συστηματικά και ανελέητα, επειδή θεωρούσαν ότι είναι ο κύριος υπαίτιος όλων των οικονομικών και πολιτικών δεινών. Αντιλαμβάνεσθε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο στελέχη που γαλουχήθηκαν με τέτοιες ιδέες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Χρειάζονται επειγόντως ιδεολογική αποτοξίνωση. Η επιστροφή στα ακαδημαϊκά έδρανα στο πλαίσιο μιας αναβαθμισμένης διά βίου εκπαίδευσης δεν είναι καθόλου κακή ιδέα. Θα τους δοθεί έτσι η ευκαιρία να εντρυφήσουν στα οικονομικά της ύφεσης και στον ρόλο του κράτους.

Πρόβλημα έχει και η Κεντροαριστερά (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου), αφού πρέπει να αποδείξει ότι ο κρατισμός δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον (οποιονδήποτε) σοσιαλισμό. Ωστόσο η επιστροφή του κράτους δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Η μακροχρόνια κυριαρχία της Νέας Σοσιαλδημοκρατίας, που είχε ενδώσει στις σειρήνες του αγοραίου φιλελευθερισμού, έκανε τα κόμματα της Αριστεράς να αρνούνται επίμονα οποιαδήποτε εκλογική ή κυβερνητική συνεργασία. Τώρα που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ριζοσπαστικοποιούνται, τοποθετώντας στο επίκεντρο τη δίκαιη κοινωνία και την πράσινη ανάπτυξη, αίρεται ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο και δημιουργούνται προϋποθέσεις για προγραμματικές συγκλίσεις.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι «ευχάριστες» πολιτικές αναδιανομής του πλούτου δεν είναι μόνο ηθικά και κοινωνικά δίκαιες, αλλά και οικονομικά και πολιτικά ορθές. Γι΄ αυτό και δεν είναι απλώς εφικτές αλλά επιβεβλημένες. Ο κόσμος απέδειξε ότι είναι αποφασισμένος να στηρίξει τέτοιες πολιτικές. Το ερώτημα είναι αν η Κεντροαριστερά μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συγκροτήσει συμμαχίες ικανές να της εξασφαλίσουν πολιτική ηγεμονία για τις επόμενες δεκαετίες. Ιδωμεν.

Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.