Oι εκλογές έχουν τελειώσει και η λαϊκή ετυμηγορία υπήρξε σαφής: ισχυρή, αυτοδύναμη κυβέρνηση, με σοσιαλιστική φυσιογνωμία και πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Κατά τη γνώμη μου, η ευρύτατη πλειοψηφία των πολιτών ασπάσθηκε το όραμα μιας Ελλάδας πιο ανθρώπινης, πιο κοινωνικά δίκαιης και πιο οικονομικά ισχυρής.

Ενα όραμα που είναι συμβατό με την ουσιαστική σημασία του όρου «πράσινη ανάπτυξη». Και με το οποίο συμφωνούν, επί της ουσίας, και οι αντιπολιτευόμενοι πολίτες, παρά τους ενδοιασμούς τους για τη μέθοδο προσέγγισης.

Η ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι αρκετά περίπλοκη όσον αφορά ζητήματα συνεργειών, διαχείρισης αντιθέσεων και συμφερόντων και διαδικασιών. Επομένως θα είναι ευχής έργο το αν οι πολιτικοί (που λαμβάνουν αποφάσεις) έχουν στήριξη από το ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Ενα μέρος του δυναμικού αυτού (που περιλαμβάνει και πολλούς νέους πολίτες) είναι οι άνθρωποι που διάλεξαν ή διαλέγουν ή έτυχε να πορευθούν με βάση τη θετική- τεχνική σκέψη και δουλειά: οι μαθηματικοί, οι δάσκαλοι, οι μηχανικοί, οι ερευνητές, οι τεχνικοί, οι γιατροί, οι επιστήμονες των θετικών επιστημών, οι εξειδικευμένοι εργάτες της παραγωγής.

Αυτοί οι πολίτες έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν ομιλούν πολύ. Κυρίως δουλεύουν.

Ναι, δουλεύουν. Αλλά πώς δουλεύουν; Πολλοί από αυτούς, ιδίως οι νέοι, δουλεύουν με χαμηλούς μισθούς, άλλοι μόνο περιστασιακά. Οι περίφημες «ελαστικές» συνθήκες εργασίας τούς παγιδεύουν σε μια περίεργη πραγματικότητα η οποία έχει μια στρεβλή σχέση με το πτυχίο, τη μόρφωσή τους και την τέχνη τους. Αλλά δουλεύουν. Οπου τούς δοθεί η ευκαιρία. Στο φροντιστήριο, στο συνεργείο, στα εργαστήρια, στα «projects», στις μεταφορές, στις επισκευές των μηχανών που (ευτυχώς) χαλάνε μερικές φορές, στα λογιστήρια του έως τώρα ασθενικού και αμφίβολου «επιχειρείν», στη βιοτεχνία. Οι πιο «τυχεροί» στο Δημόσιο. Και κατά γενική ομολογία «βγάζουν τη δουλειά».

Αυτοί οι πολίτες δεν έχουν την ευχέρεια του λόγου (ως επί το πλείστον), σε σύγκριση με τους λογίους, τους νομικούς, τους δημοσιογράφους, τους ανθρώπους του Πολιτισμού. Ως σύνολο όμως αποτελούν μιαν κρίσιμη συνιστώσα για να βαδίσει η χώρα μπροστά. Ο εν δυνάμει ρόλος των ανθρώπων αυτών σε χώρες όπως η Ελλάδα (μικρό μέγεθος πληθυσμού, ισχυρός τριτογενής οικονομικός τομέας, ασθενική βιομηχανία, καταλυτική επίδραση νέων τεχνολογιών στην καθημερινότητα) αξίζει να αναλυθεί περισσότερο. Οχι μόνο συμπληρωματικά στο «κοινωνικό σύνολο» αλλά εστιασμένα, με τις δράσεις και πολιτικές που αυτό συνεπάγεται. Η προστιθέμενη αξία των όποιων εποικοδομητικών προτάσεων των πολιτών αυτών μπορεί να είναι τεράστια.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων δεν θεωρώ ότι αυτοί οι πολίτες είναι περισσότερο άξιοι από τους άλλους. Υπάρχει αξιοσύνη παντού. Στους άξιους πολιτικούς, στους ανθρώπους του πνεύματος, σε αρκετούς πραγματικούς επενδυτές και τίμιους εργοδότες που δημιουργούν θέσεις εργασίας και σε πολλούς άλλους που αγωνίζονται από τη θέση τους. Απλώς αναλύω μια συγκεκριμένη πλευρά της εργατικής δύναμης που αποδίδει ως τώρα θετικά, αλλά κάτω από τα πλαίσια των δυνατοτήτων της. Διότι πιστεύω ότι η προσέγγιση του οράματος περνά μέσα από την αναβάθμιση και αυτής της πλευράς της εργατικής δύναμης, και τη διόρθωση της στρέβλωσης των συνθηκών εργασίας. Την πραγματική αξιοποίηση της θετικής και τεχνικής σκέψης. Εξάλλου αυτούς γνωρίζω καλύτερα.

Είναι φανερό ότι προτείνω την ενεργητική συμμετοχή και των πολιτών αυτών στην προσπάθεια ανάτασης της χώρας μας, με πιο συντεταγμένο τρόπο. Η ενεργητική συμμετοχή όμως προϋποθέτει αμοιβαιότητα από την πλευρά των ηγετών της χώρας. Ιδιαίτερα προς τις οικονομικά ασθενείς πλευρές αυτού του συνόλου (τεχνίτες, τεχνικοί στήριξης υποδομών, νοσοκόμοι, δάσκαλοι, εξειδικευμένοι εργάτες κ.λπ.) και προς τα νέα μυαλά (π.χ. νέοι ερευνητές, νέοι επιστήμονες), των οποίων η φωνή σπάνια ακούγεται, και, όταν ακούγεται, σχεδόν πάντα έχει διαχυθεί και συγκερασθεί με γενικότερα ζητήματα (π.χ. κοινωνικής τάξης) ή οριζόντιες ιδιαιτερότητες (π.χ. Παιδεία ή Περιβάλλον). Πάμε, λοιπόν, όπως λέει ο Πρωθυπουργός, και μαζί με αυτούς τους πολίτες, ανεξαρτήτως τού τι πιστεύουν. Διότι προσδοκούν στο ίδιο όραμα.

Ο κ. Π. Σπυράκης είναι καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και διευθυντής του Ερευνητικού Ακαδημαϊκού Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών (ΕΑΙΤΥ).