Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία (2008) της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της ΕΛ.ΑΣ. για την Αττική μόνο, η Ελληνική Αστυνομία προέβη σε 2.700

συλλήψεις ανηλίκων, από τις οποίες οι 1.000 αφορούν τροχαίες παραβάσεις, οι 241 κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών, οι 300 κλοπές και οι 12 ληστείες. Το 40% των συλλήψεων αφορά την ομαδική παραβατικότητα. Συγκριτικά με προηγούμενα έτη η εικόνα δεν διαφοροποιείται δραματικά, αφού η πλειονότητα των αδικημάτων αφορά τις παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και γενικότερα πράξεις ήσσονος ηθικοκοινωνικής απαξίας. Μόλις τον περασμένο Δεκέμβρη στη Λάρισα είχαμε τη σύλληψη ανηλίκων με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής ομάδας, στον απόηχο των γεγονότων που διατάραξαν όχι μόνο το κέντρο της Αθήνας αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων.

Γενικά η συμμετοχή των ανηλίκων στο σύνολο της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας είναι περιορισμένη. Ωστόσο η ποιοτική έρευνα αναδεικνύει ολοένα μεγαλύτερη εμπλοκή των ανήλικων παραβατών στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, στην κατοχή όπλων και στη χρήση βίας. Εδώ θα πρέπει να διερευνηθούν οι όψεις της εξοικείωσης των ανηλίκων με τη βία ως κώδικα επικοινωνίας και τρόπου επίλυσης των συγκρούσεων. Οι ερμηνείες της βίας είναι πολυσύνθετες και πολυπαραγοντικές. Οι αιτιολογικοί παράγοντες είναι πολιτισμικοί (π.χ. κρίση αξιών), οικογενειακοί (δυσλειτουργικές οικογένειες), κοινωνικοί (συλλογική ανοχή της βίας, ΜΜΕ), οικονομικοί και πολιτικοί.

Οι προσεγγίσεις της «μαθημένης συμπεριφοράς» για την υιοθέτηση βίαιων προτύπων συμπεριφοράς, όπως επίσης και εκείνες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την «κουλτούρα» του όπλου ως μέσου επίδειξης δύναμης και εξουσίας από την πλευρά των ανηλίκων, συχνά χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν όψεις της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των ανηλίκων. Ωστόσο πέραν των ευρύτερων κοινωνιολογικών και πολιτισμικών παραγόντων που επιδρούν στην ομαδοποίηση των ανήλικων παραβατών, συχνά παρατηρείται μια υπόγεια διαδρομή μεταξύ της προγενέστερης θυματοποίησης της μελλοντικής υιοθέτησης παραβατικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς, η οποία προσδιορίζεται όχι στη σχέση αιτίου- αιτιατού αλλά στη μη διαχείριση (ή στην αναποτελεσματική διαχείριση) του τραύματος της θυματοποίησης. Βεβαίως η προσωπικότητα του ανηλίκου και τα υποκειμενικά- βιωματικά στοιχεία αποτελούν τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για το «πέρασμα» στην πράξη. Η εσωτερίκευση και η επεξεργασία των εξωτερικών ερεθισμάτων και των βιωμάτων διαμορφώνουν αντίστοιχες «απαντήσεις» και αντιδράσεις. Μια ακραία τέτοια απάντηση αποτελεί- δυστυχώς- και το έγκλημα.

Η εικόνα των ανήλικων παραβατών: Είναι αγόρια στο 97% των περιπτώσεων, ηλικίας από 14 ως 17 ετών, προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και από δυσλειτουργικές οικογένειες, χρήστες τοξικών ουσιών στην πλειονότητά τους, έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ή έχουν χαμηλή απόδοση στα μαθήματα και αδικαιολόγητες απουσίες. Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από τη Στατιστική της Αστυνομίας και κυρίως από τα Δικαστήρια Ανηλίκων. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί εδώ είναι αν όντως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα παίζουν κάποιο πολύ σημαντικό ρόλο στο ζήτημα αυτό.

Αν και το ζήτημα της βίας και της παραβατικότητας είναι διαταξικό, ωστόσο οι ανήλικοι που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα επισημαίνονται πιο εύκολα από τις διωκτικές αρχές. Και όταν έχουμε περιστατικά θυματοποίησης ανηλίκων μέσα στην οικογένεια, π.χ. από οικογένειες που ανήκουν σε υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, τα παιδιά παρακολουθούνται από ιδιώτες παιδοψυχολόγους ή παιδοψυχιάτρους ή άλλους επαγγελματίες Υγείας και δεν παραπέμπονται σε κοινωνικές υπηρεσίες ή στην Αστυνομία. Γι΄ αυτό ενδεχομένως να βλέπουμε ότι υπάρχει μια υπεραντιπροσωπευτικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων στα δείγματα των κοινωνικών υπηρεσιών ή των δικαστηρίων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα περιορίζεται εκεί. Το πρόβλημα είναι διαταξικό, αυτό που αλλάζει είναι η θεατότητα, η επισήμανση και αντιμετώπιση.

Η αντιμετώπιση των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας περνάει από το προνοιακό στο δικαιϊκό πρότυπο μέσω της υιοθέτησης των εναλλακτικών μορφών παρέμβασης και των διαδικασιών της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα δόθηκε πλέον στον Εισαγγελέα Ανηλίκων η δυνατότητα να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος ανηλίκου που τέλεσε πταίσμα ή πλημμέλημα «αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων» (άρθρο 45Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Ταυτόχρονα ο εισαγγελέας μπορεί να επιβάλει εξωιδρυματικά αναμορφωτικά μέτρα. Ωστόσο η εφαρμογή του μέτρου αυτής της κατά παρέκκλιση διαδικασίας δεν είναι ευρεία, λόγω δομικών και λειτουργικών προβλημάτων στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και της ανεπάρκειας υποστηρικτικών δομών για την κοινωνική διαμεσολάβηση και την ψυχοκοινωνική στήριξη των ανήλικων παραβατών. Η χώρα μας έχει υστερήσει σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση καλών πρακτικών στο πεδίο της εξωποινικής μεταχείρισης ανήλικων παραβατών, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται ακόμη το αναμορφωτικό μέτρο του εγκλεισμού. Με γνώμονα όχι μόνο τις συστάσεις των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, αλλά κυρίως το «συμφέρον» του ανηλίκου ως προς την ωρίμανση της προσωπικότητάς του και την ευθύνη της πολιτείας, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ενισχυθούν οι δομές της ψυχοκοινωνικής προστασίας, τα προγράμματα εναλλακτικής μεταχείρισης και επανορθωτικής δικαιοσύνης για τους ανήλικους παραβάτες. Η νομοθετική ρύθμιση είναι σαφώς πολύ σημαντική, αλλά σημαντικότερη είναι η εφαρμογή της. Και σε αυτό το πεδίο μόνο οι επαγγελματίες και οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης δεν ευθύνονται, οι οποίοι καθημερινά αντιμετωπίζουν τις δομικές ανεπάρκειες του συστήματος.

Η κυρία Βάσω Αρτινοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας, αντιπρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.