Οι συλλήψεις των νεαρών φερόμενων ως μελών της οργάνωσης «Συνωμοσία πυρήνων της φωτιάς» ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα το ζήτημα της τρομοκρατίας. Τώρα, ωστόσο, πολλά δεδομένα είναι διαφορετικά σε σύγκριση με το παρελθόν: οι κατηγορούμενοι είναι μετέφηβοι, παιδιά με υψηλό επίπεδο μόρφωσης για την ηλικία τους, δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο και το «εργαστήριο» βρισκόταν σε μια υπεράνω υποψίας περιοχή. Δεν θα σταθώ εδώ στα αντικειμενικά στοιχεία των κατηγοριών, καθώς όλα κρίνονται ακόμα. Από την υπόθεση αυτή, όμως, διαπιστώνεται κατ΄ αρχήν ότι:

* Με βάση το κοινωνικό προφίλ των κατηγορουμένων, καταρρίπτονται στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους κοινωνικούς χώρους προέλευσης της νέας ένοπλης βίας στην Ελλάδα.

* Αναδεικνύεται ενδεχομένως μια νέα μορφολογία ανάπτυξης παράνομης οργάνωσης, όπου καταρρίπτεται κάθε συμβατικός κανόνας συνωμοτικότητας και ασφάλειας των μελών της, γεγονός αξιοπερίεργο και σχεδόν παράλογο.

* Η αποτελεσματικότητα των Αρχών συνδέεται και πάλι με τη συνδρομή εισαγόμενης τεχνολογίας- τεχνογνωσίας (της Scotland Υard), γεγονός που υποδηλώνει αδυναμίες της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και παραπέμπει σε κονδύλια περαιτέρω εξοπλισμού της καθόλου ευκαταφρόνητα.

Κυρίως όμως, η υπόθεση αυτή θέτει υπό επανεξέταση τα αποτελέσματα των ως τώρα αντιδράσεων της πολιτείας στην πρόληψη του φαινομένου της τρομοκρατίας. Αποδεικνύεται έτσι, ότι οι συνθήκες που επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία μετά την εξάρθρωση της ΕΟ 17Ν και του ΕΛΑ επέτρεψαν τη συγκρότηση νέων τρομοκρατικών οργανώσεων, αν και στο διάστημα που μεσολάβησε «έχουν γίνει τα πάντα» σε επίπεδο πολιτικών ασφαλείας και νομοθετικής αυστηροποίησης.

Παρά τον θόρυβο που έχει προκαλέσει ως τώρα το ζήτημα, η γνώση μας και οι αναλύσεις για αυτό δεν έχουν προχωρήσει σε βάθος σε επίπεδο πρόληψης, καθώς η πρόληψη ταυτίζεται και με εξωποινικά μέτρα, με συστηματική και ψύχραιμη έρευνα και ανάλυση σχετικά με τους κοινωνικούς όρους που «παράγουν» π.χ. τον ΕΛΑ, την ΕΟ 17Ν, αλλά και τη νέα γενιά τρομοκρατών. Αντίθετα, ως τώρα οι ψύχραιμες αναλύσεις δεν έβρισκαν ακροατήρια, όταν δεν κατηγορούνταν ότι «αυτά είναι θεωρίες». Ελλειψε έτσι ένας ουσιαστικός προβληματισμός για την τρομοκρατία και τους ανθρώπους της, για τα θύματα και την κρατική αντίδραση, για τη στάση των πολιτών απέναντι στο ζήτημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, και εν μέσω της διεθνούς συγκυρίας, η νοοτροπία πολέμου και βίας που επικράτησε σταδιακά και στην Ελλάδα, επηρέασε τα πάντα: η αντιμετώπιση των κοινωνι κών προβλημάτων με στενά οικονομικούς όρους, το άγχος της επιβράβευσης που κυρίευσε κράτος και πολίτες, σε συνδυασμό με έναν σχεδόν αυτοκτονικό ανταγωνισμό που διαπιστώνεται παντού, διαμόρφωσαν μεταξύ άλλων τον νέο ατομισμό, ανταγωνιστικές σχέσεις αλλά και εχθρότητα απέναντι στον Αλλο, και συχνά κυνισμό. Καταργήθηκαν έτσι όρια, προτεραιότητες, συμβολισμοί, δικαιώματα και πολιτικές ιδεολογίες όχι σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά στην πρακτική της καθημερινότητας. Η βία και ο «πόλεμος» έγιναν ρουτίνα.

Σε αυτόν τον κόσμο «ωρίμασε» ή μεγάλωσε η νέα γενιά τρομοκρατών και γι΄ αυτό δεν «χωράει» στα γνωστά στερεότυπα. Είναι η γενιά που της έταξαν μιαν εύκολη ζωή μέσω της εξειδίκευσης, υπόσχεση που ανατρέπεται με την είσοδό της στην αγορά εργασίας. Τα ψυχολογικά και πολιτισμικά εφόδια που έχει μερίδα αυτής της γενιάς για να αντιμετωπίσει την προοπτική έλλειψης προοπτικής είναι περιορισμένα, αν λάβουμε υπόψη όσα προαναφέρθηκαν. Βία έλαβε, βία θα δώσει, διαμορφώνοντας συλλογικότητες που προκύπτουν ακόμη και μέσα από τον θάνατο. Διότι αυτό είναι που διαφοροποιεί τη νέα τρομοκρατία στην Ελλάδα· ότι οι επιθέσεις συχνά δεν έχουν συμβολικό ή ευθέως πολιτικό χαρακτήρα, ότι οι εμπλεκόμενοι, όπως διατείνονται, ζουν ήδη μέσα σε πόλεμο και αυτόν διεξάγουν και δεν ενδιαφέρονται για την οποιαδήποτε επανάσταση. Αν τα πράγματα είναι έτσι, ανατρέπεται κάθε ταύτιση της νεότητας με το Μέλλον και την Προοπτική, πράγμα ασύμβατο με όσα είχαμε συνηθίσει..

Ετσι αν οι προσεγγίσεις μας για την τρομοκρατία περιορισθούν και πάλι στα κατασταλτικά μέτρα, δεν θα γίνει δυνατός ο περιορισμός του φαινομένου. Αντίθετα, η ενδεχόμενη ταύτιση του συγκρουσιακού πολιτικού ακτιβισμού με την τρομοκρατία θα δημιουργήσει νέα γενιά συνήθων υπόπτων και θα προκαλέσει βαθύ ρήγμα στις σχέσεις νεολαίας- αστυνομίας. Κυρίως όμως θα παγιωθεί έτσι η σύγχυση ανάμεσα στο πολιτικό και το ποινικό ζήτημα (που πρώτα από όλους ο ίδιος ο νόμος τυποποιεί), γεγονός που διαμορφώνει για κάποιους περαιτέρω συνθήκες ηθικής ουδετεροποίησης της βίας χωρίς κανόνες, που σε άλλες εποχές μόνον οι νεοφασιστικές οργανώσεις χρησιμοποίησαν- τουλάχιστον συστηματικά. Ετσι το ζήτημα της τρομοκρατίας κινδυνεύει να γίνει μια προφητεία που αυτοεκπληρώνεται.

Η «εξαφάνιση» επομένως του πολιτικού εγκλήματος από το ποινικό πεδίο δεν οδήγησε στην πολιτική απονομιμοποίηση της τρομοκρατίας μόνον. Μία παρεπόμενη συνέπειά της ήταν και η άρση της διάκρισης αυτής στην πράξη, από τους ίδιους τους δράστες, γεγονός που ευνοείται από τη γενικότερη συγκυρία: στην εποχή της τεχνολογίας και της κρίσης του κράτους δικαίου οι άνθρωποι αδυνατούν να ξεχωρίσουν το πολιτικό από το μη πολιτικό, το δημόσιο από το ιδιωτικό και τη σημασία τους. Αν αυτό δεν αντιστραφεί, τότε η νοοτροπία πολέμου θα κυριαρχήσει μακροπρόθεσμα: η πολιτική βία θα γίνεται όλο και περισσότερο ακατανόητη για τους πολλούς και το έγκλημα γενικότερα ένα μέσο υλικής και ψυχολογικής επιβίωσης.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.