Ο Τοκβίλ είναι πολύ γνωστός ώστε να χρειάζεται να τον παρουσιάσει κανείς. Συγγραφέας και ενεργός πολιτικός, αποσύρεται από τον πολιτικό βίο το 1851, ύστερα από το πραξικόπημα του Δεκεμβρίου. Εναν χρόνο πριν είχε ξεκινήσει τη σύνταξη ενός είδους απομνημονευμάτων που δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του με τον τίτλο Αναμνήσεις. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας εξετάζει την Επανάσταση του 1848 και τη σημασία της, καθώς και την Επανάσταση του 1830, από την οποία προέκυψε η Μοναρχία του Ιουλίου και το καθεστώς που κυβέρνησε στη Γαλλία για δεκαοκτώ χρόνια και οι ιστορικοί ονομάζουν Δημοκρατία των προκρίτων.

Η περιγραφή της Μοναρχίας του Ιουλίου που προτείνει ο πολιτικόςτον οποίο ο Καρλ Σμιτ θεωρούσε τον μεγαλύτερο ιστορικό του 19ου αιώνα, γιατί ήταν από τους σπάνιους που δεν υπέκυψαν στον ιστορικισμόστηρίζεται στην ανάλυση της φυσιογνωμίας και του ρόλου της περίφημης μεσαίας τάξης που θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος. Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του Τοκβίλ δεν έχουν χάσει, κατά τη γνώμη μου, τίποτα από την αξία τους, για όποιον θελήσει να τις προσαρμόσει σε όσα βλέπει να συμβαίνουν γύρω του σήμερα.

Η ηγουμένη πρόταση του Τοκβίλ υποστηρίζει ότι το 1830 ο θρίαμβος της μεσαίας τάξης ήταν οριστικός και τόσο πλήρης ώστε τα πάντα, «ακόμη και η ίδια η κυβέρνηση», εγκλωβίστηκαν, στοιβάχτηκαν μάλιστα, στα ασφυκτικά όρια που επέβαλε αυτή η αστική τάξη, «αποκλείοντας με τον νόμο ό,τι βρισκόταν κάτω από αυτή και έργω ό,τι βρισκόταν από πάνω της». Τοποθέτησε τους δικούς της σε όλες τις θέσεις, τον αριθμό των οποίων φρόντισε να πολλαπλασιάσει εντυπωσιακά, και συνήθισε να ζει τόσο από «τις δικές της δεξιότητες όσο και από τον δημόσιο πλούτο». Μόλις η νοοτροπία αυτή εγκαταστάθηκε, τα πολιτικά πάθη καταλάγιασαν και άρχισε να ισχύει ένα είδος καθολικής σμίκρυνσης της ζωής που συμβάδιζε με την ταχεία ανάπτυξη του πλούτου. Με άλλα λόγια, το επιμέρους πνεύμα της μεσαίας τάξης έγινε το καθολικό πνεύμα της κυβέρνησης. Και τι ήταν αυτό το πνεύμα; Οι λέξεις του Τοκβίλ είναι σκληρές, αλλά έχουν παντρευτεί την πραγματικότητα. Το πνεύμα της μεσαίας τάξης, υποστηρίζει, είναι δραστήριο, πολυμήχανο, συχνά ανέντιμο, αλλά γενικά τακτικό. Μπορεί να γίνει ριψοκίνδυνο, άλλοτε από ματαιοδοξία και άλλοτε από εγωισμό, αλλά άτολμο λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, παραμένει μετριοπαθές σε όλα τα πράγματα, εκτός από την επιθυμία του για ευμάρεια και ευζωία, και μέτριο. Με τα γνωρίσματα αυτά η μεσαία τάξη κυριάρχησε παντού, κυβέρνησε προστατευμένη από τα οχυρά της εξουσίας της και σχεδόν αμέσως η κυβέρνηση, διαποτισμένη από τον εγωισμό της, «πήρε τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου καθένα από τα μέλη της ενδιαφερόταν για τις δημόσιες υποθέσεις μόνο στο μέτρο που μπορούσαν να λειτουργήσουν ωφέλιμα για τις ιδιωτικές του υποθέσεις, ξεχνώντας με ευκολία, μέσα στη δική του μικρούλα ευμάρεια, τους ανθρώπους του λαού».

Με δεδομένη αυτήν τη σύνθεση του πολιτικού κόσμου, ο ιστορικός συμπεραίνει αβίαστα ότι αυτό που απουσίαζε ήταν η ίδια η πολιτική ζωή. Το πολιτικό προσωπικό διαχειριζόταν όλα τα θέματα σαν ιδιωτικές υποθέσεις, ανάλογα με τα συμφέροντά του ο καθένας και από τη δική του σκοπιά, και το πεδίο της πολιτικής μάχης περιοριζόταν στο πολυτελές γραφείο του ενεργού υπουργού και στο άνετο διαμέρισμα του επίδοξου αντικαταστάτη του. «Συναναστράφηκα», γράφει ο Τοκβίλ, «ανθρώπους υψηλής νοημοσύνης που βρίσκονταν σε συνεχή ταραχή και που χρησιμοποιούσαν όλη τους την εξυπνάδα προσπαθώντας να βρουν θέματα σοβαρής διαφωνίας μεταξύ τους, χωρίς όμως να το καταφέρουν». Ετσι εξηγείται ότι από τις συζητήσεις στο κοινοβούλιο έλειπε όχι μόνο οποιαδήποτε πρωτοτυπία αλλά και κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η ανία δεν έπληττε μόνο τους κοινοβουλευτικούς ρήτορες καθώς άκουγαν ο ένας τον άλλον, άλλα βύθιζε και τον κόσμο σε ένα είδος αναισθησίας και αδιαφορίας για τα πολιτικά πράγματα. Τι πιο φυσικό όταν οι πολιτικές συγκρούσεις είχαν πάρει τη μορφή «εσωτερικών καυγάδων ανάμεσα στα παιδιά μιας οικογένειας που προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το ένα το άλλο πάνω στη μοιρασιά της κοινής κληρονομιάς;». Κι όταν ξεσπούσε κάποιο σκάνδαλο- που δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί- ο κόσμος όλο και συχνότερα το αντιμετώπιζε με την ήρεμη περιφρόνηση που κερδίζεται από την πείρα: όταν ο πολιτικός βίος είναι ανύπαρκτος, τίποτα δεν είναι πιο ομαλό από την ανωμαλία.

Συνοψίζοντας την αντίληψή του για την κυριαρχία της μεσαίας τάξης και τους πολιτικούς της εκφραστές, ο Τοκβίλ χρησιμοποιεί μια περίεργη έκφραση, η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, εύρημα. Υποστηρίζει ότι η διακυβέρνηση που ασκεί η μεσαία τάξη συνιστά ένα είδος επιστασίας της κοινωνίας και ο κυβερνήτης δεν είναι παρά ένα είδος επιστάτη. Ισως η παρατήρηση αυτή βοηθάει να καταλάβουμε το ύφος που επικράτησε στην αναμέτρηση των δύο επιστατών: ευτραφής, με ασυγκράτητη ρητορεία, οργίλος ο ένας· αθλητικός, με κάπως διστακτική ρητορική και ήπιος ο άλλος. Οκαθένας διαλέγει τον επιστάτη της αρεσκείας του.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.