Σποραδικά- και πάντως λιγότερο απ΄ ό,τι τον περασμένο Μάιο και Ιούνιο- διαβάζει κανείς στη σχολιογραφία και ακούει στις καθημερινές συζητήσεις (εκεί μάλλον συχνότερα) ότι κάποιοι θα επιλέξουν στις εκλογές της Κυριακής να απόσχουν. Το ίδιο, σημειώνουν, είχαν κάνει στις ευρωεκλογές.

Μόνο που οι δύο αναμετρήσεις δεν συγκρίνονται. Στις ευρωεκλογές κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ- ιδίως αν συγκαταλέγεται στα μικρότερα- αναδεικνύει έναν περιορισμένο αριθμό ευρωβουλευτών, των οποίων είναι δυσδιάκριτη η σύγκλιση με τους ομολόγους τους των άλλων χωρών, ενώ παραμένει δευτερεύων ο ρόλος του Σώματος στο οποίο μετέχουν. Παρά την κάποια ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και μοναδικό αιρετό ευρωπαϊκό όργανο, δεν είναι αυτό που χαράσσει τις βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ- ούτε καν εκείνο που ασκεί το νομοθετικό έργο της. Μη προσερχόμενοι στις κάλπες οι ευρωπαίοι πολίτες δεν αισθάνονται ότι παραλείπουν να εκφράσουν κρίσιμη γνώμηαντίθετα αρκετοί από αυτούς επιλέγουν την αποχή ως διαμαρτυρία για τη συνεχιζόμενη απονεύρωση της Ευρωβουλής. Στις εθνικές εκλογές δεν ισχύει το ανάλογο. Η ψήφος αναδεικνύει την κοινοβουλευτική σύνθεση- και το κόμμα (ή κόμματα) που θα κυβερνήσει, άρα θα ελέγχει την εκτελεστική εξουσία. Το ότι μεγάλο μέρος σημαντικών αποφάσεων έχει μεταφερθεί στις Βρυξέλλες δεν αναιρεί το ότι πλήθος άλλες, με ανάλογη σημασία, εξακολουθούν να ασκούνται από τα εθνικά όργανα- αυτά που μας επιβάλλουν φόρους, που θέτουν σε λειτουργία τις κάμερες, αυτά απέναντι στα οποία απεργούμε και διαδηλώνουμε. Η διαφορά εκδηλώνεται άλλωστε και εν Εσπερία. Το 1999, για παράδειγμα, η συμμετοχή των Ευρωπαίων στις ευρωεκλογές ήταν 53% (έκτοτε έπεσε ακόμη πολύ, όπως είδαμε τον Ιούνιο), στις εθνικές εκλογές όμως κυμαινόταν περί το 75%. Εύλογα: σε αυτές η ψήφος εκφέρει αποφασιστικό λόγο για την πολιτική κατεύθυνση της επόμενης κυβέρνησης ή, έστω, για τη διοικητική της επάρκεια.

Για να επιλέξει κανείς την αποχή από τις εκλογές της προσεχούς Κυριακής πρέπει, άρα, ή να ασπάζεται την άποψη πως τίποτε δεν επηρεάζουν, πράγμα που δεν δέχονται πλέον ούτε οι λενινιστές («αν με τις εκλογές μπορούσε να αλλάξει το σύστημα, θα τις είχαν απαγορεύσει»), ή να έχουν αποφασίσει συνειδητά ότι αρνούνται να ψηφίσουν οιονδήποτε από τους υποψήφιους συνδυασμούς.

Αυτό το τελευταίο συμβαίνει συνήθως με όσους ψηφίζουν συστηματικά ένα και μόνο κόμμα, το οποίο κρίνουν πλέον αποδοκιμαστέο, δεν πάει όμως το χέρι τους να ρίξουν κάτι άλλο.

Κατά την προσωπική μου γνώμη, αυτό συνιστά ατολμία.

Ο πολίτης οφείλει να εκφράζει την αποδοκιμασία του- και να το κάνει ευθέως. Προς όσους, παρά ταύτα, εμμένουν στην αποχή, δεν υπάρχει δυστυχώς πειστικός αντίλογος να προσέλθουν και να ρίξουν λευκό.

Καθώς το τελευταίο δεν επηρεάζει το εκλογικό μέτρο, η μετάβασή τους στην κάλπη θα ήταν μια διαδρομή χωρίς νόημα…