Υπάρχουν σημάδια ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές και άλλες χώρες ο ρυθμός μείωσης της παραγωγικής δραστηριότητας όχι μόνο εξασθενεί συνεχώς, αλλά αρχίζει να μετατρέπεται και σε οριακή αύξηση. Κατά βάση στις χώρες αυτές σημειώνεται μια τάση σταθεροποίησης γύρω από μηδενική αύξηση του ΑΕΠ. Πιθανώς το αποτέλεσμα αυτό να οφείλεται στα κίνητρα ή πακέτα τόνωσης, που όμως δεν φαίνεται να συνεχίζονται. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, εξακολουθούν να είναι σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.

Μια λέξη χαρακτηρίζει πολλούς σοβαρούς αναλυτές: επιφυλακτικότητα. Είναι πρόωρο να μιλήσει κανείς για έξοδο από την κρίση, καθώς διαρθρωτικές αδυναμίες που οδήγησαν στην κρίση έχουν πάντα ισχυρή παρουσία. Η ανησυχία είναι μήπως μετά μια μικρή ανάκαμψη, οι παράγοντες αυτοί επαναφέρουν την ύφεση. Η τιμή του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, ο όγκος και οι ναύλοι των θαλασσίων μεταφορών ή η εξέλιξη του πληθωρισμού σηματοδοτούν συνήθως μια ανάκαμψη. Και τα κριτήρια αυτά ακόμη δεν δείχνουν μια τέτοια εξέλιξη. Μια αισιόδοξη εκτίμηση θα είναι πιο στέρεη, αν σταματήσει αυτή η εναλλαγή ανοδικής και πτωτικής εξέλιξης γύρω από το χαμηλό επίπεδο στο οποίο κινείται σήμερα η παγκόσμια οικονομία. Στην περίπτωση αυτή κρίσιμα μεγέθη, όπως η απασχόληση, η ανεργία, τα εισοδήματα, η εμπιστοσύνη, θα ακολουθήσουν μια σαφώς πιο αργή πορεία βελτίωσης. Η έξοδος από την κρίση, όποτε και αν συντελεστεί, δεν θα είναι ούτε ταυτόχρονη ούτε ισοδύναμη για όλες τις χώρες. Οπωσδήποτε η διεθνής ανάκαμψη θα επηρεάσει ως έναν βαθμό θετικά την ανάκαμψη και σε εθνικό επίπεδο. Ως έναν βαθμό μόνο, καθώς μια ανάκαμψη και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργήσει προβλήματα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν υψηλό χρέος ή για τις οποίες η ανταγωνιστικότητα θα έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, ακόμη και στη διάρκεια της κρίσης. Επιπλέον, στην Ελλάδα η κρίση δεν εξαντλείται στην ύφεση. Είναι ταυτόχρονα κρίση δημοσιονομική, κρίση ανταγωνιστικότητας, κρίση θεσμών και αξιοπιστίας, εκτεταμένη διαφθορά, παραλυτική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Είναι πρόωρο να πει κανείς τι εξέλιξη θα σημειωθεί στα πεδία αυτά μετά τις εκλογές. Ωστόσο καθένα από τα φαινόμενα αυτά, ακόμη και με το καλύτερο σενάριο, δεν ανατρέπεται ούτε γρήγορα ούτε εύκολα.

Θα ήταν επίσης αφελές να θεωρήσει κανείς ότι η μελλοντική έξοδος της οικονομίας μας από την κρίση θα γίνει με αυτόματο τρόπο, ως αποτέλεσμα μιας διεθνούς ανάκαμψης. Οι εξαγωγές δεν έχουν σημαντικό βάρος στην ελληνική οικονομία, η ανταγωνιστικότητα είναι χαμηλή και μια διεθνής ανάκαμψη θα έχει θετικό, αλλά περιορισμένο αντίκτυπο για μας. Κατά βάση θα είναι ο συνδυασμός παγίων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας μας και των πολιτικών που θα έχουμε ακολουθήσει από το 2007 και σε όλη τη διάρκεια της κρίσης που θα προσδιορίσει το πότε και πώς θα βγούμε από την κρίση. Για την Ελλάδα μια πολιτική εξόδου από την κρίση συνδέεται με μια πολυμέτωπη αντιμετώπιση πολλαπλών αδυναμιών, όπως ενδεικτικά:

Πρώτον, οι ισχυρές δημοσιονομικές ανισορροπίες, που μας έχουν φέρει κοντά σε συνθήκες τύπου 1993-94 αλλά από δυσκολότερη αφετηρία. Η κρίση οδηγεί την ελληνική οικονομία (όπως και σε πολλές άλλες χώρες) σε περαιτέρω σημαντική επιδείνωση. Δημιουργούνται πιο επίφοβες και δύσκολες συνθήκες για όλους και σημασία έχει η σχετική ανθεκτικότητα κάθε χώρας και η ικανότητα του πολιτικού- οικονομικού της μάνατζμεντ. Η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια πολλαπλά ασφυκτική πραγματικότητα, για την οποία ο έλληνας πολίτης δεν θα περιμένει μεν άμεσα αποτελέσματα, αλλά άμεσες και αποτελεσματικές απαντήσεις. Μια πολιτική σταθεροποίησης, αυτή καθαυτή, δεν είναι προνομιακό πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Αυτό που οδηγεί στην επιτυχία ή στην αποτυχία δεν είναι το διακριτό ιδεολογικό στίγμα, αλλά το αποτέλεσμα. Το μείγμα πολιτικής βεβαίως, τμήμα του οποίου είναι η πολιτική σταθεροποίησης, έχει μεγάλη σημασία. Η αναπτυξιακή και η κοινωνική διάσταση αποτελούν κρίσιμους παράγοντες διαφοροποίησης έναντι άλλων επιλογών. Η επιτυχία όμως δεν είναι δεδομένη αν δεν υπάρξει πραγματιστική αντίληψη των προβλημάτων, των δυνατοτήτων και των προϋποθέσεων επιτυχίας.

Δεύτερον, η κρίση οδηγεί σε επιδείνωση διακριτά στρώματα και κυρίως τους ανέργους και τους νέους, που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι πλήττονται, αλλά δεν είναι τα μεγάλα θύματα της κρίσης. Οι πρώτοι όμως πρέπει να προστατευθούν. Η αποτελεσματικότητα της κοινωνικής παρέμβασης δεν θα προσδιοριστεί μόνο από τις πολιτικές γύρω από κοινωνικά ζητήματα με τη στενή έννοια. Θα καθοριστεί και από το αν η πολιτική δημιουργεί νέες ευκαιρίες εξέλιξης και εισοδήματος, αν θα κατανοήσει τον ρόλο της εκπαίδευσης και της τεχνολογίας για τη δημιουργία υψηλότερων επιπέδων μισθών, συντάξεων και ανάπτυξης προοπτικών.

Τρίτον, απαιτούνται κρίσιμες τομές σε καίρια προβλήματα. Η μακροχρόνια άρνηση να αντιμετωπιστούν αλλαγές, προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις που κάθε πετυχημένη χώρα με τον δικό της τρόπο κάνει, έχει οδηγήσει σε τέλμα. Η παράταση της πολιτικής της αδράνειας ή της πολιτικής που ορίζει το αρτηριοσκληρωτικό ως φιλολαϊκό είναι αδιέξοδη και οι επιπτώσεις της είναι πλέον έντονα αισθητές.

Η ώρα εξόδου της Ελλάδας από την κρίση είναι αρκετά πιο αργά απ΄ ό,τι για την παγκόσμια οικονομία. Η γλώσσα της αλήθειας, η ευελιξία πολιτικής, θυσίες για επενδύσεις, θεσμικές και λειτουργικές τομές, συνέπεια και συνέχεια στην πολιτική και ένας συνδυασμός πολιτικού οράματος και τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας αποτελούν μερικούς από τους πολλούς παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν, αν όχι με τον λιγότερο επώδυνο, πάντως με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, στον στόχο της ανάπτυξης.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.