Το ερώτημα κάθε φορά δεν περιορίζεται στο αν «υπάρχουν όρια», αλλά επεκτείνεται στο «ποιος θέτει τα όρια». Ας λάβουμε ως παράδειγμα την ίδρυση ενός Πανεπιστημίου, στη χώρα μας και όχι μόνο, και την ιστορία της ανάπτυξής του με τη δημιουργία νέων Τμημάτων. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι grosso modo «εμπλέκονται» τρεις «διακριτοί κόσμοι»: «πολιτεία, πανεπιστήμιο, τοπική κοινωνία». Ποιος, λοιπόν, από τους τρεις καθορίζει τα τελικά «όρια» αυτής της «γενεαλογίας»;

Αν συμμεριζόμαστε μια «ποιητική της ιστορίας» κινδυνεύουμε να χρεώσουμε τη «ρίζα του Ιεσσαί», τόσο ως προς την ίδρυση όσο ιδίως ως προς την αναστολή ή τη ματαίωση μιας ομόλογης πολιτικής εξαγγελίας, στον πιο «αδύναμο» κρίκο του τριπτύχου που μόλις μνημονεύθηκε, δηλαδή στην «τοπική κοινωνία». Μια τέτοια μάλιστα ερμηνευτική πρακτική φαντάζει περισσότερο προσχηματική όταν υιοθετείται από καθηγητή Οικολογίας, ειδικά στις «επιπτώσεις» που έχει η «απώλεια της βιοποικιλότητας» και αντίστοιχα αρμόδιο στη «δυναμική των πληθυσμών» για την αποσόβησή της. Πώς από τους κόλπους Εργαστηρίου Διαχείρισης της Βιοποικιλότητας εκπορεύεται μια τέτοια ετυμηγορία για την «τοπική κοινωνία»; Πιο συγκεκριμένα, για να μη θολώνουμε περισσότερο τα νερά, ιδίως τα καταγάλανα. Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου αναδύθηκε με απόφαση της «πολιτείας» στην ανατολική νησιωτική περιφέρεια της χώρας, χωρίς ποτέ οι επί μέρους και αρκετά ασυντόνιστες «τοπικές κοινωνίες» να αναστείλουν ή να ματαιώσουν τους περαιτέρω βηματισμούς του. Απλώς επιτάχυναν ή όχι την κίνησή του, χωρίς όμως να διεκδικούν ρόλο «κινητήρων» στη «στρατηγική στόχευση και πορεία» του. Σήμερα λειτουργούν τμήματα στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο, στη Ρόδο και στη Σύρο, με 17ο το Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής στη Μύρινα της Λήμνου (21.2.2007). Τα «όρια» κάθε φορά δεν τα καθόριζε η «τοπική κοινωνία» με τις αξιώσεις της ούτε το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με τους σχεδιασμούς του και την «ευγένεια του σκοπού του». Σε αυτό το θέμα, θα χρειασθεί να επαναλάβω τον στίχο του Κατσαρού, δεν μπορεί κανείς να «παραμένει εν πλήρει συγχύσει αθώος».

Ρrima vista μια τέτοια μεταχείριση της «τοπικής κοινωνίας» από τον «λειτουργικό θώκο» του Πανεπιστημίου Αιγαίου θυμίζει αντιδικία των δύο αδύναμων κρίκων για το ποιος είναι «ειδικός» να σχεδιάσει το μέλλον του με «πειστικότητα». Και όμως, οι πράγματι «διακριτοί» ρόλοι θα μπορούσαν εδώ να κατανοηθούν και ως «συνάλληλοι» στο πλαίσιο μιας συνεργασίας που θα ενίσχυε τους όρους ευόδωσης του κοινού στόχου. Τουτέστιν, είναι ατελέσφορη η απόπειρα να χρεωθεί η «τοπική κοινωνία» της Κω τα «όρια» του γεγονότος ότι παρά την πρωθυπουργική εξαγγελία του 1982 δεν έχει ως τώρα ιδρυθεί και λειτουργήσει στο νησί κανένα Τμήμα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μάλιστα η ρητορεία για την «πολύπλοκη διαδικασία ίδρυσης ενός σύνθετου πανεπιστημιακού “τμήματος”» και συναφώς για τον τρόπο που υποτίθεται ότι την «προσλαμβάνει» η «τοπική κοινωνία» δεν μπορεί να ανάγεται σε «σημειολογία» επιχειρημάτων με την αποκοπή και αφαίρεση καίριων σημείων ενός κειμένου που δεν άφηνε, παρά τη συντομία του, τίποτε απ΄ έξω. Αυτή η «κοπτική» απάδει προς την ορθή «διαχείριση των οικοσυστημάτων» της σκέψης και της δημοσιότητάς της και είναι απολύτως αναντίστοιχη προς ό,τι ονομάζεται «σκέψεις-προσθήκες»…

Ειδικότερα, από πού αντλείται η «υπογράμμιση» ότι «η συγκρότηση ενός περιφερειακού πανεπιστημίου παράγεται- και επιβάλλεται- εξωγενώς, ενδεχομένως δε είναι άσχετη με τον συνολικό σχεδιασμό του»; Τα πραγματολογικά τουλάχιστον δεδομένα ως προς το τι συνέβη τον Αύγουστο του 2003 είναι παντελώς διαφορετικά. Προφανώς δεν «εξήγγειλε» η «τοπική κοινωνία» της Κω την «ίδρυση» Τμήματος ερήμην του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Απλώς καλωσόρισε την απόφαση που έλαβε η Σύγκλητός του, την οποία εκπροσώπησε «επιτόπου» ο τότε πρύτανης, αποδίδοντας συνοπτικά όσα περιλάμβανε η «Μελέτη Σκοπιμότητας» για την ίδρυση Τμήματος Ιατρικής Πληροφορικής και Ιατρικής Τεχνολογίας. Οσο για την εξαγγελία εκ μέρους της «πολιτείας», κι αυτή «επιτόπου», την πραγματοποίησε ο υπουργός Παιδείας (παρόντων των υπουργών Αιγαίου και Εσωτερικών) που εισηγήθηκε και την αποδοχή αυτού του προγραμματισμού στο Υπουργικό Συμβούλιο (23.8.2003), με την ένταξη της Κω στον εθνικό σχεδιασμό ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επρόκειτο, λοιπόν, για τη μία και μόνη σύμπτωση των τριών «κόσμων» και όχι για την αξίωση της «τοπικής κοινωνίας» να «επιβάλει» τάχα ένα «συγκυριακό άθροισμα τμημάτων, εκτός των οραματικών συντεταγμένων» του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Οσοι θα έπρεπε να γνωρίζουν και να αξιοποιούν αυτή την ιστορία της κοινής συμπόρευσης των αδύναμων κρίκων του τριπτύχου γιατί να μην επιμένουν στη μόνη σύμπτωσή τους με τον τρίτο, τον αποφασιστικό; Επιπλέον γιατί να αναλίσκονται σε χαρακτηρολογικής καταγωγής επιφάσεις για τους «καλούς» ή «κακούς» πρωθυπουργούς και να αποσιωπούν τον τρόπο άσκησης των πολιτικών τους και το περιεχόμενό τους; Ετσι, οδεύουμε προς τη «σημειολογία» του άλλου «επιχειρήματος» που με τη σειρά του υπέστη χειρουργική αφαίρεση καίριων σημείων του για να στραφεί ξανά εναντίον της «τοπικής κοινωνίας». Αν η αρχική εξαγγελία έτους 1982, αυγουστιάτικη κι αυτή, έμεινε στην «επικαιρότητα, χωρίς βέβαια θεσμικό αντίκρισμα», τούτο όντως οφείλεται στην «Τοπική Αυτοδιοίκηση και σε κώους πανεπιστημιακούς». Στα χρόνια αυτά που επακολούθησαν δεν υπήρξε, από όσο γνωρίζω, «αυτόκλητη προσφορά υπηρεσιών» των τελευταίων, αλλά κινητοποίησή τους από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτή ήταν που αδιάπτωτα λειτουργούσε στο ίδιο μήκος κύματος με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ενισχύοντας με κάθε τρόπο και όχι «επιβάλλοντας» τον σχεδιασμό του.

Κλείνω με τη «σημειολογία» του τρίτου «επιχειρήματος». Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Κω, κρατώντας τις αναγκαίες αποστάσεις από τις «μυθολογίες» του «τοπικισμού», σε διαρκή βέβαια συνεργασία με το ανθηρό Διεθνές Ιπποκράτειο Ιδρυμα, αλλά και αποποιούμενη την όποια ενοχλητική «γραφικότητα» τυχόν «αυτόκλητων» συμβούλων της, γνωρίζει καλύτερα από κάθε τρίτο τις ανάγκες για «ιατρικές σπουδές στο Αιγαίο» και τις συνεπακόλουθες υπηρεσίες που θα προσφέρονται.

Τι όμως να υποθέσω, ως γνώστης της ιστορίας από το σημείο μηδέν των «εξαγγελιών», ότι διακυβεύεται σήμερα και από ποιους; Σε ό,τι με αφορά, μετρώντας μία μία τις λέξεις έγραφα: «Ξανά, λοιπόν, από την αρχή στη διαδικασία ολοκλήρωσης και έγκρισης της πρότασης που θα μπορούσε να υποβάλει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο Συμβούλιο Ανωτάτης Εκπαίδευσης και στο υπουργείο Παιδείας». Ηic Rhodus, hic saltus!

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.