Το Τείχος του Βερολίνου γκρεμίζεται και μαζί του πέφτουν και τα τελευταία κομμάτια του μαρξισμού

Στις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου θα κυριαρχήσουν οι συζητήσεις για τη δεινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Ελπίζω η δημόσια συζήτηση να μην ξεχάσει ότι η στασιμότητα της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία πέντε χρόνια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της κρίση. Η ελληνική πολιτική ζωή ζει δυστυχώς πολλά χρόνια πίσω από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή.

Οι αλλαγές στην Ευρώπη
Η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή άλλαξε ριζικά το 1989. Η παραδοσιακή διαμάχη Δεξιάς και Αριστεράς έως τότε άγγιζε όλα τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Οι κεντρώοι και δεξιοί θεωρητικοί διάβαζαν τους κλασικούς του φιλελευθερισμού και τους οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς και στήριζαν το δυτικό μπλοκ. Οι αριστεροί διάβαζαν τους μαρξιστές και τους επιγόνους τους και στήριζαν, ανοικτά ή όχι, το ανατολικό μπλοκ. Οι διεθνείς σχέσεις αποτελούσαν το προνομιακό πεδίο αυτής της θανάσιμης αναμέτρησης.

Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η γύμνια των πολιτικών συστημάτων που τα στήριζαν έκαναν όλες τις θεωρητικές αυτές συζητήσεις περιττές. Κανένα κομμάτι του μαρξισμού δεν επέζησε του Τείχους του Βερολίνου. Κανένας πλέον δεν ασχολείται με τον «ιστορικό υλισμό» ή την πάλη των τάξεων ή την ιστορική πορεία προς την επανάσταση. Κανένας (εκτός ίσως από τη βορειοκορεατική δικτατορία και το δικό μας ΚΚΕ) δεν αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις ως μάχη με τον «καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό».

Η διαμάχη μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς από μια οπτική γωνία φτώχυνε καθώς έχασε το φιλοσοφικό αυτό υπόβαθρο, αλλά από μια άλλη οπτική γωνία βελτιώθηκε καθώς σταμάτησε να ασχολείται με ανυπόστατες ή άσχετες θεωρίες. Σήμερα οι διαφωνίες Δεξιάς και Αριστεράς στην Ευρώπη είναι λιγότερο φιλοσοφικές, αλλά πιο ακριβείς. Οι διαφωνίες αφορούν την καθημερινή ζωή και τη βελτίωσή της. Γι΄ αυτό τα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης έχουν γίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια ακόμη πιο επαγγελματικά και καλά οργανωμένα απ΄ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Ο επαγγελματισμός τους φαίνεται στα ινστιτούτα, στα οποία όλο και περισσότερο βασίζονται για τις στρατηγικές τους, αλλά και στην ποιότητα της επικοινωνιακής τους πολιτικής. Η στρατηγική τους επιτυχία πλέον δεν εξαρτάται από τη νεφελώδη ταυτότητά τους ως αριστερών ή δεξιών, αλλά από τις συγκεκριμένες τους προτάσεις, που πείθουν περισσότερο από τις προτάσεις των άλλων. Η εκλογική επιτυχία εξαρτάται από την πειθώ, όχι από την ενστικτώδη πολιτική ταυτότητα του εκλογέα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές τους θέσεις είναι επιφανειακές. Κάθε άλλο. Οταν τα πολιτικά κόμματα της Βόρειας Ευρώπης συζητούν, για παράδειγμα, για το κοινωνικό κράτος και την (εντυπωσιακή) αδυναμία του να εξαλείψει το έγκλημα και την ανέχεια στις μεγάλες πόλεις (παρά το γεγονός ότι όλοι έχουν δικαίωμα σε μηνιαία επιδόματα και σε δωρεάν στέγαση), αναζητούν τις λύσεις σε δεδομένα της ανθρώπινης ψυχολογίας και συνείδησης. Οι ερωτήσεις που θέτουν είναι βαθιά φιλοσοφικές: τι δίνει νόημα στη ζωή ενός ανθρώπου, πώς χτίζεται ένας ηθικός κώδικας, ποιος είναι ο ρόλος των γονέων στην ανατροφή των νέων παιδιών. Τα ερωτήματα δεν είναι απλώς οικονομικά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής αλλαγής είναι, κατά τη γνώμη μου, η φιλοσοφική σκέψη του πιο γνωστού μαρξιστή πολιτικού φιλοσόφου, του G. Α. Cohen, που δίδασκε στην έδρα την οποία κατείχε ο Ιsaiah Βerlin στην Οξφόρδη και ο οποίος πέθανε ξαφνικά τον Αύγουστο. Ενώ το πιο γνωστό του βιβλίο αφορούσε τη θεωρία της ιστορίας του Μαρξ, τα τελευταία του βιβλία αφορούσαν την ηθική θεμελίωση της ισότητας ως της σημαντικότερης πολιτικής αξίας. Η ισότητα όμως (έστω ως ισότητα ευκαιριών) είναι ζητούμενο εξίσου της Αριστεράς αλλά και της συντηρητικής Δεξιάς. Η διαφορά είναι απλώς στην έμφαση. Το νέο του βιβλίο, το οποίο θα βγει το φθινόπωρο, θα έχει τίτλο «Γιατί ο Σοσιαλισμός;» και θα είναι ακριβώς ένα επιχείρημα ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας.

Στρατηγική και επαγγελματισμός
Καθώς η πολιτική στράφηκε στην πραγματική καθημερινότητα, οι απαιτήσεις του εκλογικού σώματος αυξήθηκαν. Κανείς δεν κατάλαβε τις αλλαγές αυτές καλύτερα στην Ευρώπη από την ηγετική ομάδα του Εργατικού Κόμματος (με κύριο μοχλό τον ηγέτη του Τζον Σμιθ, ο οποίος πέθανε το 1997, και κατόπιν τους Μπλερ, Μάντελσον, Μπράουν). Αλλάζοντας ριζικά τον προσανατολισμό του κόμματος, ο Τόνι Μπλερ υιοθέτησε ανοικτά την οικονομία της ελεύθερης αγοράς με σκοπό να τη θέσει στην υπηρεσία των πολλών. Εν πολλοίς, την ίδια φιλοσοφία ακολουθεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία προσπαθεί να ανοίξει τις αγορές για όφελος όχι των επιχειρήσεων (που βολεύονται με τα ολιγοπώλια στο εσωτερικό κάθε χώρας) αλλά των καταναλωτών, οι οποίοι μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού θα έχουν καλύτερες υπηρεσίες και καλύτερα αγαθά με λιγότερο κόστος (την ίδια φιλοσοφία ακολουθεί και το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να κάνει ιδεολογική στροφή προς την κατεύθυνση αυτή).

Η πολιτική μας καχεξία
Η χώρα μας δυστυχώς δεν γνώρισε καμία τέτοια αλλαγή. Τα κόμματά μας δεν έχουν αλλάξει. Οι εκσυγχρονιστές που περιστοίχισαν τον Κώστα Σημίτη άλλαξαν θεσμούς και πολιτικές δεκαετιών, διοργάνωσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά δεν κατάφεραν να αλλάξουν τη νοοτροπία του κράτους ή του ίδιου του ΠαΣοΚ.

Το πρόβλημα χειροτέρεψε επί Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι ακριβώς κόμμα. Είναι πλέγμα οικογενειακών σχέσεων, φιλοδοξίας και απληστίας. Κανένα από τα τρία δεν απαιτεί επαγγελματισμό ή σκληρή προετοιμασία. Οποτεδήποτε ο δημοσιογραφικός φακός έριξε φως στις εσωτερικές διεργασίες της κυβέρνησης Καραμανλή (στις τραγικές ιστορίες Βαρθολομαίου και Ζαχόπουλου ή στις διαδρομές του Βατοπαιδίου) είδαμε όλοι μια κατάσταση προχειρότητας, ανευθυνότητας και έλλειψης σοβαρού επαγγελματισμού. Η δημόσια διοίκηση ήταν ούτως ή άλλως αδύναμη. Μέσα στο κλίμα αυτό διαλύθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, με τα γνωστά αποτελέσματα (π.χ. στα δημόσια έσοδα και στην πρόληψη των πυρκαϊών).

Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας σήμερα. Η έλλειψη πολιτικού επαγγελματισμού και σοβαρότητας. Οσο τα ίδια τα δύο κόμματα παραμένουν πρόχειρες και ευκαιριακές συμμαχίες προσώπων, δεν θα μπορέσουν να εμπνεύσουν επαγγελματισμό στη δημόσια διοίκηση ή να οργανώσουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις.

Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.