Η «πρόκληση» προς τον κ. Γ. Παπανδρέου να παρουσιάσει- στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια της προεκλογικής περιόδου- συγκεκριμένες προγραμματικές θέσεις του ΠαΣοΚ, και μάλιστα σε βαθμό εξειδίκευσης «χωρίς προηγούμενο», είναι δικαιολογημένη. Οχι μόνον επειδή η τιμιότητα έναντι του ψηφοφόρου προϋποθέτει ανοιχτά χαρτιά, ούτε βέβαια επειδή ο κ. Κ. Καραμανλής επικρίνει την αξιωματική αντιπολίτευση για έλλειψη σχεδίου (λες και εκείνος είχε- ή έχει), αλλά επειδή οι δημοσκοπήσεις προδίδουν ότι, αν χωρίζει κάτι το ΠαΣοΚ από την καθαρή νίκη, είναι η δυσπιστία των εκλογέων για το κατά πόσον διαθέτει ρεαλιστικό πρόγραμμα για το σημερινό τέλμα. Ο κ. Παπανδρέου καλείται, δηλαδή, να πείσει τον κόσμο- και αυτό δεν επιτυγχάνεται με γενικότητες.

Σωστό, αλλά εν μέρει. Στις εκλογές δεν επιλέγουμε μόνο. Αποδοκιμάζουμε κιόλας. Κρίνουμε την κυβέρνηση και τις επιδόσεις της. Αυτές άλλωστε είναι οι μόνες δεδομένες. Οι δεσμεύσεις των αντιπολιτευομένων, οσοδήποτε καλόπιστες ή μελετημένες, δεν μπορούν ποτέ να είναι «λίρα εκατό». Αναφέρονται στο μέλλον, άρα είναι εξ ορισμού αβέβαιες. Οι συνθήκες μπορεί να μεταβληθούν, το σχέδιο να «μη βγει». Το μόνο που δεν αλλάζει, το μοναδικό απτό κριτήριο, είναι τι έκανε ο απερχόμενος. Οι εκλογές δεν κερδίζονται τόσο από την αντιπολίτευση, όσο χάνονται από τις κυβερνήσεις, έγραφε πέρυσι ο Αnatole Κaletsky σε άρθρο του στους «Τimes» σε σχέση με την προεδρική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι προέχον για την υπερδύναμη ήταν να τιμωρήσει την παράταξη του Μπους, όχι να περάσει από ψιλό κόσκινο τις πιθανότητες επιτυχίας του Ομπάμα.

Στα δικά μας χωράφια, η αποτυχία Καραμανλή δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι δε αναντίλεκτη ακριβώς εκεί όπου επιχειρεί να εγκαλέσει το ΠαΣοΚ για κενό σχεδιασμού: στην οικονομία. Γι΄ αυτήν προχώρησε σε πρόωρες εκλογές το 2007 ο Πρωθυπουργός, αλλά αποδείχθηκε τόσο απαράσκευος ώστε κατάρτισε προϋπολογισμό τον οποίο ύστερα από δέκα μήνες βρέθηκε σε αδυναμία να εκτελέσει. Μετά την επανεκλογή του κατάργησε τον φόρο κληρονομιάς, τον περασμένο Μάιο οι επιτελείς του συζητούσαν να τον επαναφέρουν. Το φθινόπωρο του 2008 εισήγαγε πρόσθετη φορολογία, στις αρχές του έτους την ανακάλεσε αποπέμποντας τον αρμόδιο υπουργό του, τον Μάρτιο- με την ισημερία- αποφάσισε να επιβάλει νέα (αν και διαφορετική). Το δε «σεμνά και ταπεινά», εξαρχής ασθενές ως κυβερνητικό θεμέλιο, έδωσε τη θέση του σε κουμπάρους, ομόλογα, άγονες γραμμές και βατοπαιδινούς, αλλά και στη μόλις προ έτους προσωπική αποστροφή του κ. Καραμανλή ότι ηθικό είναι το νόμιμο- και σε όποιον αρέσει.

Υπό το φως όλων αυτών, αν ο κ. Παπανδρέου χρειάζεται να πείσει για το μέλλον, για το παρελθόν δεν χρειάζεται παρά να θυμίσει. Το να το κάνει δεν συνιστά λαϊκισμό. Μονάχα υπόμνηση ότι, όπως τα golden boys στον πιστωτικό τομέα, έτσι και στην πολιτική οι υπαίτιοι της αποτυχίας είναι οι πλέον ακατάλληλοι να την επανορθώσουν.