Οταν στις 21.8.1939 ο υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ έφτασε στη Μόσχα για μπίζνες με τον ιδεολογικό αντίποδα, ο Στάλιν πρόσκαιρα μόνο φρέναρε τη διαχυτικότητα του ναζί επισκέπτη: «Μήπως πρέπει να υπολογίσουμε περισσότερο την κοινή γνώμη; Χρόνια τώρα έχουμε περιλούσει οι μεν τους δε με κουβάδες σκατά…». Γρήγορα όμως οι δύο πλευρές ξεπέρασαν τις όποιες αναστολές και προχώρησαν στο δούναι-λαβείν του συμφώνου της 23ης Αυγούστου.

Αλλωστε, η εκατέρωθεν λογοκρισία δεν επέτρεπε να εκδηλωθεί η έκπληξη για την απρόσμενη προσέγγιση στους άμεσα εμπλεκόμενους λαούς, προβάλλοντας μάλιστα την «αντιπλουτοκρατική» συνιστώσα των δύο καθεστώτων, όταν ύστερα από μια εβδομάδα ο Χίτλερ εξαπέλυσε τον Πόλεμο- κατά της Πολωνίας και εμμέσως κατά της Δύσης. Αλλά και μετά τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ, η επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία επέμενε για δεκαετίες στο επιχείρημα της ρεαλπολιτίκ, ότι δηλαδή ο Στάλιν έπρεπε να κερδίσει χρόνο (και χώρο) για την αναπόφευκτη σύγκρουση. Μόλις το 1989, επί Γκορμπατσόφ, το σοβιετικό κοινοβούλιο παραδέχθηκε και κατήγγειλε την ύπαρξη μυστικού πρωτοκόλλου που κανόνισε τα της «μοιρασιάς» του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ.

Πικρή θύμηση
Στις χώρες που το 1939/40 είχαν πέσει θύματα σοβιετικής εισβολής (με γερμανική «εξουσιοδότηση»), σε πείσμα της καθεστωτικής τάξης και ιστοριογραφίας η μνήμη λειτουργούσε καλύτερα. Ανεδύθη μάλιστα- επωφελούμενη από την περεστρόικααπό το underground στην επιφάνεια, καταλύοντας την πειθαρχημένη συνοχή του ανατολικού μπλοκ και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Οι Πολωνοί δεν έκρυβαν πια την πικρή θύμηση (συχνά κληρονομημένη) ότι εκτός από την επίσημη αποφράδα μέρα της ναζιστικής εισβολής, την 1η Σεπτεμβρίου, υπήρχε και δεύτερη: η 17η Σεπτεμβρίου, επέτειος της «πισώπλατης» σοβιετικής εισβολής και της κατάληψης της μισής χώρας. Δημοσίως πλέον κατήγγειλαν ότι ο επακόλουθος αποδεκατισμός της πολωνικής «αστικής ελίτ» στο Κατίν (και αλλού), η σφαγή 22.000 αξιωματικών και διανοουμένων είχε διαπραχθεί με προσωπική εντολή του Στάλιν και δεν αποτελούσε ένα ακόμα έγκλημα των γερμανών κατακτητών, όπως η κομμουνιστική προπαγάνδα διατυμπάνιζε επί μισόν αιώνα. (Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, η πλειοψηφία των Πολωνών εμφανίζεται να θεωρεί τους δύο μεγάλους γείτονές της εξίσου ενόχους για το ξέσπασμα του Πολέμου. Στις βαλτικές δημοκρατίες, όπου ο αγώνας για την ανάκτηση της ανεξαρτησίας εισήλθε σε αποφασιστική καμπή ήδη από το 1987/89, με τις μαζικές εκδηλώσεις κατά του συμφώνου Μολότοφ- Ρίμπεντροπ, η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί τους ναζί ως «μη χείρον»…)

Οπως ο Γκορμπατσόφ το 1990, έτσι και οι διάδοχοί του παραδέχτηκαν το (τρόπον τινά «προσωποπαγές»!) έγκλημα του Στάλιν στο Κατίν επιμένοντας όμως πως «η δημοκρατική Ρω σία ουδεμία ευθύνη» φέρει για τα «παλαιά». Ετσι η Μόσχα δεν συνέβαλε στην πλήρη διαλεύκανση και δεν προέβη σε επίσημη απολογία (όπως ζητούν και σήμερα 87% των Πολωνών) φοβούμενη μήπως ενισχύσει τις αξιώσεις για αποζημιώσεις. Ακόμη πιο επίμονη ήταν η άρνηση της Μόσχας να παραδεχθεί μακιαβελικές προθέσεις πίσω από τη σύναψη του συμφώνου Μολότοφ- Ρίμπεντροπ, ή να του αποδοθεί καταλυτικός ρόλος (δίνοντας δηλαδή «πράσινο φως» στον Χίτλερ να εξαπολύσει τον Πόλεμο). Επανειλημμένα, ο Πούτιν χαρακτήριζε το σύμφωνο αναγκαία και θεμιτή κίνηση της ΕΣΣΔ για να σιγουρέψει «τα συμφέροντα και την ασφάλειά της στα δυτικά σύνορα». Του απέδιδε δηλαδή «σταθεροποιητική» σημασία, όπως έκανε και σχετικά με τη διασυμμαχική μοιρασιά της Ευρώπης στη Γιάλτα, που επίσης αποτελεί ανάθεμα για τους «μικρούς» της Ανατολικής Ευρώπης.

Αμοιβαίες εντάσεις
Οι αμοιβαίες εντάσεις εκδηλώνονται κυρίως με αφορμή επετειακές εορτές άμεσα συνδεδεμένες με τον Πόλεμο. Ορισμένοι αρχηγοί των γειτονικών κρατών αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις σοβιετικού τύπου μεγαλειώδεις εορταστικές εκδηλώσεις της 9ης Μαΐου 1995 και 2005 για την 50ή και 60ή επέτειο αντίστοιχα της αντιφασιστικής νίκης- για να μη νομιμοποιήσουν την «απελευθέρωσή» τους από τον Κόκκινο Στρατό που την έβλεπαν απλώς ως αλλαγή δυνάστη. Στις βαλτικές χώρες οι 32 τόποι μνήμης που τιμούσαν τους υπερασπιστές του Στάλινγκραντ ξηλώθηκαν ή άλλαξαν χαρακτήρα, ενώ η σχεδιαζόμενη απομάκρυνση (και τελικά μεταφορά) του «μπρούντζινου στρατιώτη» στο Τάλιν τον Μάιο του 2007 σηματοδοτούσε πολεμικό κλίμα μεταξύ Εσθονίας και Ρωσίας. Σε τέτοιες συγκυρίες οι εταίροι της πρώτης στην ΕΕ εμπλέκονται αναπόφευκτα, αν και με ποικίλλουσα ένταση, αφού ολοφάνερα τα νέα κράτη, με ισχυρά εθνικιστικά-λαϊκιστικά κινήματα, εκμεταλλεύονται το ασφαλές λιμάνι της Δύσης (ΕΕ/ΝΑΤΟ) για να προκαλέσουν τη ρωσική αρκούδα στο ευαίσθητο μέτωπο της Ιστορίας. Η απαιτούμενη κοινοτική αλληλεγγύη παρέχεται δύσκολα, όταν τα βαλτικά κράτη απαγορεύουν στους εγχώριους βετεράνους του Κόκκινου Στρατού να φορούν τα διακριτικά τους σύμβολα και παράσημα ενώ τιμούν έμπρακτα τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών ως μάρτυρες του αγώνα για την ανεξαρτησία! Το τελευταίο φαινόμενο ανθεί άλλωστε και σε άλλα πρώην «σοσιαλιστικά» κράτη.

Ημέρα μνήμης
Το 2008 η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ απέρριψε τη βαλτική- πολωνική πρόταση να ποινικοποιηθεί μαζί με την άρνηση του Ολοκαυτώματος και η άρνηση των κομμουνιστικών εγκλημάτων. Τον περασμένο Ιούλιο όμως η Κοινοβουλευτική Σύνοδος του ΟΑΣΕ δέχθηκε την εξομοίωση ναζισμού και σταλινισμού υιοθετώντας λιθουανική πρόταση περί ανακήρυξης της «αμαρτωλής» 23ης Αυγούστου ως ημέρα μνήμης των θυμάτων των δύο καθεστώτων.

Ηδη από τον περασμένο Μάιο ο ρώσος πρόεδρος Μεντβέντεφ προετοίμασε αντεπίθεση, ιδρύοντας επιτροπή με τον οργουελιανό τίτλο «κατά της παραχάραξης της Ιστορίας εις βάρος των ρωσικών συμφερόντων». Μέλος της Επιτροπής επισήμανε ότι τα εδάφη για τα οποία έγινε λόγος στις 23.8.1939 «ανήκαν ανέκαθεν ως επαρχίες στη ρωσική αυτοκρατορία», ενώ οι Πολωνοί δεν έπρεπε να παριστάνουν τα αθώα θύματα, αφού από το 1934 συνωμοτούσαν με τους ναζί σε επιθετικά σχέδια κατά της ΕΣΣΔκαταγγελία που μερικώς επιβεβαιώνεται από γερμανικές πηγές. ΜΜΕ και αξιωματούχοι της Ρωσίας ανέλυαν (και πάλι) ότι ο Στάλιν δεν είχε άλλη επιλογή εξαιτίας της φιλοναζιστικής στάσης των δυτικών Δυνάμεων με αποκορύφωμα το αισχρό σύμφωνο του Μονάχου (1938). Υπενθύμισαν μάλιστα ότι τότε και η ίδια η Πολωνία «άρπαξε» ένα κομμάτι από το έδαφος της Τσεχοσλοβακίας.

Οσα δεν βόλευαν
Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο κλίμα έγινε η πρώτη επίσκεψη του Πούτιν ύστερα από επτά χρόνια στη γειτονική Πολωνία- με αφορμή την 70ή επέτειο της γερμανικής εισβολής. Ο λόγος της καγκελαρίου Μέρκελ δεν παρουσίασε εκπλήξεις: απολογήθηκε για τη γερμανική επίθεση που προκάλεσε «αμέτρητα δεινά για όλο τον κόσμο». Σε ένα υστερόγραφο κατονόμασε, βέβαια, και τον ξεριζωμό 12 εκατ. Γερμανών από τα πρώην γερμανικά εδάφη ως μια «αδικία», υποσχόμενη όμως ότι η Γερμανία ποτέ δεν θα απομόνωνε το γεγονός αυτό από το αιτιολογικό πλαίσιο. Ο Πούτιν, απρόσμενα συμφιλιωτικός, ζήτησε να μελετηθούν κι άλλο οι αιτίες του πολέμου, κάνοντας λόγο για «τεράστια σφάλματα από όλες τις πλευρές». Καταδίκασε «ανεπιφύλακτα» το σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότοφ ως «ηθικά απαράδεκτο», όπως άλλωστε όλες τις συμφωνίες με τους ναζί… Στο τέλος εξέφρασε την ελπίδα- όπως και η Μέρκελ και ο πολωνός πρόεδροςνα μην καταντήσει η Ιστορία παλίμψηστο όπου όλοι ξαναγράφουν όσες σελίδες δεν τους βόλευαν. Και οι τρεις ρήτορες, μάλλον, είχαν κάτι διαφορετικό στον νου…

Το παρελθόν έχει μέλλον.

Πρβλ. σχετικά: Χάγκεν Φλάισερ, Οι Πόλεμοι της μνήμης. Ο Β Δ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, 2008 Ο κ. Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.