Τι ήταν τελικά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο; Ηταν η ειρηνική κίνηση ενός ηγέτη, του Στάλιν, που προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο; Ηταν μια ανίερη συμμαχία μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν για το μοίρασμα της Πολωνίας και των κρατών της Βαλτικής; Ηταν κάτι άλλο; Εβδομήντα χρόνια μετά την υπογραφή του συμφώνου Μολότοφ- φον Ρίμπεντροπ, ένας νέος πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι ο πόλεμος των ιστορικών αφηγήσεων
για το σύμφωνο. Στον πόλεμο αυτόν πρωταγωνιστούν όχι μόνο οι ιστορικοί και οι ειδικοί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και οι πολιτικοί. Οι Ρώσοι, που το 1989 είχαν καταδικάσει το σύμφωνο ως «μη συνεπές προς τις αρχές του λενινισμού», επιχειρούν τώρα να το υπερασπιστούν. Σύμφωνα με τη ρωσική αφήγηση, η ευθύνη για το ξέσπασμα του πολέμου βαρύνει την Πολωνία. Το αίτιο ήταν μια πολωνική μηχανορραφία που υποστηρίχθηκε
από τους Βρετανούς, ενώ οι διεκδικήσεις του Χίτλερ επί της Πολωνίας ήταν μετριοπαθείς και κάπως δικαιολογημένες. Σύμφωνα με την πολωνική αφήγηση, η Πολωνία αντιστάθηκε και πολέμησε τους Γερμανούς όσο καμία άλλη χώρα και η Βαρσοβία υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Οσο για τη Γερμανία, η ευθύνη για τον πόλεμο ίσως να μη βαρύνει αποκλειστικά τους Γερμανούς.

H Μόσχα επιχειρεί να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ιωσήφ Στάλιν και του κόκκινου στρατού που νίκησε τους ναζιστές, με αφορμή την 70ή επέτειο από την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης των υπουργών Εξωτερικών της τότε Σοβιετικής Ενωσης Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ και του γερμανού ομολόγου του Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ.

Ωστόσο αυτή η εκστρατεία υπέρ του σοβιετικού παρελθόντος υποθηκεύει τις προσπάθειες αναθέρμανσης των σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση αλλά και τους γείτονές της, δηλαδή τις βαλτικές χώρες και την Πολωνία.

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο πουυπεγράφη στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα μετετράπη σύντομα σε μια συμφωνία που χώριζε την Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής. Η Πολωνία θα χωριζόταν έτσι στη μέση ενώ η Λετονία, η Εσθονία και η Φινλανδία περνούσαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής σύμφωνα με το μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο. Το ίδιο κείμενο θεωρήθηκε αργότερα ότι δεν ταίριαζε σε μια αντιιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Σοβιετική Ενωση η οποία έπειτα από πενήντα χρόνια ύπαρξης ηρνείτο ουσιαστικά τον εαυτό της. Στις 24 Δεκεμβρίου 1989 το σοβιετικό κοινοβούλιο καταδίκασε το σύμφωνο ως «μη συνεπές με τις αρχές του λενινισμού». Ομως ήταν το ίδιο ψήφισμα που οδήγησε αμέσως μετά στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.

Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι η σημερινή Ρωσία είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του Γκορμπατσόφ και την Περεστρόικα. Η «πατριωτική ιντελιγκέντσια» υπερασπίζεται ανοικτά το σύμφωνο καθώς αυτό καθυστέρησε την είσοδο της χώρας στον πόλεμο κατά δύο χρόνια. «Ηταν μια ιδιοφυής πρωτοβουλία του Στάλιν διότι ας μην ξεχνάμε ότι μετά τη συνωμοσία του Μονάχου το 1938 η Σοβιετική Ενωση βρέθηκε απομονωμένη από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις» επισημαίνει ο ρώσος βουλευτής Γιούρι Κβιτσίνσκι. Στο ίδιο πνεύμα και οι εκτιμήσεις ενός πολιτικού αναλυτή που τυγχάνει και εγγονός του τότε υπουργού Εξωτερικών. «Παρά τα λάθη που είχε διαπράξει η σοβιετική ηγεσία (ο Μολότοφ) ποτέ δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση το Σύμφωνο» δηλώνει σήμερα ο Βιασετσλάβ Νικόνοφ επικαλούμενος όσα του είχε εξομολογηθεί ο παππούς του.

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η υπεράσπιση του συμφώνου έχει μετατραπεί σε λεκτική επίθεση εναντίον της Πολωνίας και της στάσης που ακολούθησε τότε. «Η Πολωνία θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη χιτλερική επίθεση αν δεχόταν να παραχωρήσει την περιοχή του Γκντανσκ συνάπτοντας συμφωνία με τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Σοβιετική Ενωση» εκτιμά ο ιστορικός Πάβελ Ντανίλιν. «Η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στις 17 Σεπτεμβρίου δεν ήταν επίθεση αλλά μια επιχείρηση υπεράσπισης του πληθυσμού ενός κράτους το οποίο είχε πάψει να υπάρχει» προσθέτει.

Η προσάρτηση μέρους της Πολωνίας δικαιολογείται απόλυτα από τους σύγχρονους ιστορικούς. «Τα εδάφη που βρίσκονταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής αποτελούσαν μέρος της παλαιάς ρωσικής αυτοκρατορίας » δηλώνει στο κρατικό τηλεοπτικό κανάλι RΤR η ιστορικός Ναταλία Ναροτσίτσκαγια, δηλωμένη θαυμάστρια του Στάλιν.

Διαφορετική είναι η στάση ενός άλλου ιστορικού που επισημαίνει τον κίνδυνο από την υιοθέτηση αυτής της άποψης. «Κάτι τέτοιο δικαιολογεί την προσάρτηση εδαφών γειτονικών χωρών. Με τα σημερινά δεδομένα η λογική των προσκείμενων στο Κρεμλίνο επιστημόνων θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα των κρατών που προήλθαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης» εξηγεί ο Νικίτα Πετρόφ που εργάζεται για λογαριασμό της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Μemorial.

«Ο κόσμος εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία το 1939 προς όφελος του πολωνικού λαού. Το ίδιο πιστεύεται και σε ό,τι αφορά την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία» υποστηρίζει ο ρώσος ιστορικός.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση το 61% των Ρώσων αγνοεί εντελώς το γεγονός της εισβολής του Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία λίγες εβδομάδες μετά την υπογραφή του Συμφώνου.

Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιείται η επίσκεψη του Βλαντίμιρ Πούτιν στη Βαρσοβία για την τελετή μνήμης από την έναρξη του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου 70 χρόνια πριν. Αυτό που περιμένει η ηγεσία της Πολωνίας είναι η αποκατάσταση της μνήμης των 26.000 στρατιωτικών που θανατώθηκαν στο Κατίν της Λευκορωσίας από τη ρωσική μυστική υπηρεσία ΝΚDV, δηλαδή την τότε ΚGΒ. Η Ρωσία η οποία κατά τη σοβιετική περίοδο ισχυριζόταν ότι είχαν εκτελεστεί από τους ναζιστές έχει πλέον παραδεχθεί την ιστορική αλήθεια χωρίς όμως να αποκαταστήσει ηθικά τους δολοφονηθέντες Πολωνούς.

Η σημερινή Ρωσία ζει όμως στον πυρετό του πατριωτισμού, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Καυκάσου το καλοκαίρι του 2008. «Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης θυμίζει ποδόσφαιρο καθώς η Ρωσία περιγράφεται ως σημαντικός παίκτης στην περιοχή. Ομως το σκορ αυτού του παιχνιδιού μετριέται σε ανθρώπινες ζωές και αυτό δεν το λαμβάνει κανείς υπόψη. Αυτό είναι ενδεικτικό της σημερινής Ρωσίας» συμπεραίνει ο κ. Πετρόφ.