Ποια θα κρατήσουμε ως καλύτερη ανάμνηση, την πρόσφατη που πηγαίνουμε στο Πόρτο Ράφτη μέσω Αττικής οδού σε χρόνο dt ή μήπως την κάπως παλαιότερη, εικοσαετίας, όταν φθάναμε στην παραλία έχοντας διασχίσει αργά τους αμπελώνες των Μεσογείων; Σε κάποιους αρέσει να τα κάνουν όλα στα γρήγορα, να διασχίζουν την τσιμενταδούρα και να φθάνουν στην οργανωμένη πλαζ όπου τα ξύλινα ντεκ προστατεύουν τα πόδια από τους κόκκους άμμου. Σε άλλους αρέσει να απολαμβάνουν τον χρόνο τους, να χαζεύουν το τοπίο και εν πάση περιπτώσει να διάγουν βίο χαλαρό. Η δεύτερη κατηγορία πολιτών έχει χάσει από χέρι και τούτο επειδή τις αποφάσεις λαμβάνουν οι ανήκοντες στην πρώτη κατηγορία. Να, για παράδειγμα ο κ. Γιώργος Σουφλιάς αρέσκεται σε ανισόπεδους κόμβους, πλατιές ασφάλτους και έργα, πολλά έργα. Πάνω στα έργα φυτεύει και δεντράκια για να μην τον πάρουν με τις πέτρες οι έχοντες «πράσινες» ανησυχίες.

O υπουργός ΠΕΧΩΔΕ δεν έχει στο μυαλό του τα μπάνια στη θάλασσα εξαγγέλλοντας τη διάνοιξη νέων αυτοκινητοδρόμων. Το κάνει για να διευκολύνει τις δουλειές. Τούτο έχει διττή σημασία. Διευκολύνονται όσοι θα πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους από τη μία άκρη του νομού στην άλλη. Επιπλέον βρίσκουν δουλειά οι κατασκευαστές που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είχαν κάτι θεαματικό να αναλάβουν. «Θέσεις εργασίας και χρήμα που αλλάζει χέρια» είναι το μότο της κυβέρνησης. Εν πρώτοις οι υποσχέσεις για ταχύτατες μετακινήσεις ακούγονται συμπαθητικές. Λέει λοιπόν ο κ. Σουφλιάς ότι διαδρομές μιας ώρας θα περιορίζονται στα 12 λεπτά. Και δώσ΄ του διάνοιξη δρόμων ταχείας κυκλοφορίας, και δώσ΄ του σήραγγες απ΄ άκρου εις άκρον της πόλης. Προσπερνάμε τη λεπτομέρεια, ότι οι σήραγγες θα βγάζουν σε μικρούς πηγμένους δρόμους, όπως συμβαίνει στις εξόδους της Αττικής οδού, και μένουμε στην ουσία. Η Αθήνα θα απλωθεί ακόμη περισσότερο, οπότε το μόνο που γίνεται είναι μια μετατόπιση του προβλήματος στον εξωτερικό δακτύλιο της πόλης. Οσο διευρύνονται τα όρια του αστικού ιστού, τόσο αυξάνεται πληθυσμιακά η ανάγκη για διέλευση μέσα από το κέντρο. Επιπλέον, όσο αυξάνονται και διαπλατύνονται οι λωρίδες κυκλοφορίας, τόσο μπαίνουν ιδέες για καινούργια αυτοκίνητα.

O κ. Σουφλιάς ανακοίνωσε τη δημοπράτηση των έργων που θα φέρουν στην Αθήνα 70 χιλιόμετρα δρόμων ταχείας κυκλοφορίας με τους αντίστοιχους κόμβους. Η όλη ιδέα είναι να μπορείς να φύγεις από τη Ραφήνα ή την Ανθούσα και να σπεύσεις στον Αγιο Κοσμά και στη Γλυφάδα. Ασφαλώς με τα χέρια στο τιμόνι. Οι ιδέες του υπουργού ενθαρρύνουν την καθημερινή μετακίνηση με ατομικό μέσο, ενώ σε όλον τον πλανήτη διαδίδεται η χρήση μαζικών μέσων μεταφοράς. Βέβαια σε όλα προτάσσεται ένα οικολογικό επιχείρημα: πάνω από τις σήραγγες και γύρω από τους κόμβους θα φυτευθούν εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα. Δεν εξηγεί γιατί πρέπει πρώτα να τσιμεντωθεί το σύμπαν και μετά να φυτευτεί η πρασινάδα, ούτε παρουσιάζει κάποιο εναλλακτικό σχέδιο για ήπια συγκοινωνιακή ανάπτυξη, με συμμαζεμένες διαπλατύνσεις, ποδηλατοδρόμους, συνολικό σχεδιασμό για τα μέσα μεταφοράς. Ολα τούτα τα εναλλακτικά έχουν ένα μειονέκτημα: δεν κόβουν διόδια. Ενώ τώρα, όπως τα οραματίζεται ο υπουργός, ο κατασκευαστής θα εισπράττει ένα σεβαστό ποσό για τη διάσχιση της πόλης αλέ- ρετούρ. Τα επτά οδικά έργα που δημοπρατούνται εκτιμάται ότι θα κοστίσουν 1,8 δισ. ευρώ και το Δημόσιο θα συνεισφέρει για τη χρηματοδότησή τους ως το 20% του συνολικού κόστους. Τα υπόλοιπα θα τα ξεπληρώσουμε σε 30 χρόνια, δίνοντας τον οβολό σε κάθε χρήση. Μια περαντζάδα 7 χιλιομέτρων στα υπόγεια του Υμηττού θα κοστίζει 2 ευρώ.

Το κόστος του έργου και τα διόδια είναι δευτερεύοντα όταν το αντικείμενο της συζήτησης είναι «τι ποιότητα ζωής θέλουμε». Μπορεί κανείς να επιλέγει δουλειά κοντά στο σπίτι ή σπίτι κοντά στη δουλειά ούτως ώστε να μην αναλώνεται η καθημερινότητα στα πολλά χιλιόμετρα και στις υψηλές ταχύτητες. Υπάρχει ένας συσχετισμός στον τρόπο που οδηγούμε και στον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Το περιγράφει πολύ όμορφα ο Μίλαν Κούντερα στη νουβέλα «Η βραδύτητα». Συγκρίνει τρόπους μετακίνησης και έκφρασης τρυφερότητας: ένας μηχανόβιος και ένας επιβάτης άμαξας ζουν μια ερωτική νύχτα στο ίδιο κάστρο, με διαφορά δύο αιώνων. Ο γκαζιάρης μένει ανικανοποίητος και ξεχνά τις βιαστικές στιγμές, ενώ ο βραδύς μηρυκάζει στη μνήμη του κάθε στιγμή πολύωρης απόλαυσης. Μήπως λοιπόν προτιμάτε τον αραμπά;