Οπως είναι γνωστό, η Ευαγγελική (Προτεσταντική) Εκκλησία εμφανίστηκε στο προσκήνιο του χριστιανισμού τον 16ο αιώνα ως ένα κίνημα αναθεωρητικό, ανανεωτικό και κυριότατα μεταρρυθμιστικό της χριστιανικής Εκκλησίας. Αναγνωρίζοντας μάλιστα κύρος και αυθεντία μόνο στα κείμενα της Αγίας Γραφής, τη θεοπνευστία των οποίων υπογράμμισε από την πρώτη στιγμή, και υποβαθμίζοντας την αξία της εκκλησιαστικής παράδοσης, είναι φυσικό να διαθέτει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα από άλλες εκκλησίες απέναντι σε κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις, εφόσον βέβαια αυτές δεν προσκρούουν στα έτσι και αλλιώς αδιαπραγμάτευτα βιβλικά κείμενα.

Στο πρόβλημα λοιπόν της θέσης ή και της δραστηριότητας των γυναικών στην Εκκλησία ειδικά η Ευαγγελική Εκκλησία, που δεν δεσμεύεται ούτε από το «αλάθητο» κάποιου ηγέτη ούτε από το κύρος κάποιας θεολογικής ή άλλης αυθεντίας, είναι φυσικό να παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και απόψεων και πρακτικών.

Από τη μία μεριά, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Απόστολος Παύλος θέτει το θέμα στις σωστές του διαστάσεις όταν τονίζει «… ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Επιστολή προς Γαλάτας γ΄ 28). Είναι μια διατύπωση με ισχύ και αξία διαχρονική που κανένας καλόπιστος ερευνητής δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Από την άλλη όμως μεριά, ο ίδιος Απόστολος Παύλος μοιάζει να περιορίζει μέχρι ασφυξίας οποιαδήποτε γυναικεία εκκλησιαστική δραστηριότητα. Τυπικό παράδειγμα: «Αι γυναίκες εν ταις Εκκλησίαις σιγάτωσαν, ου γαρ επιτρέπεται αυταίς λαλείν» (Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους ιδ΄ 34). Φυσικά το ερώτημα που ακολουθεί είναι αν έχουμε εδώ μια απαγόρευση με διαχρονική ισχύ ή μήπως πρόκειται για έναν περιορισμό «κατ΄ οικονομίαν», εξαιτίας κοινωνικών και πολιτιστικών αντιλήψεων εκείνου του καιρού. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, προς τη φράση «οι δούλοι υπακούετε τοις κατά σάρκα κυρίοις μετά φόβου και τρόμου» (Επιστολή προς Εφεσίους στ΄ 5), κάτι που κανένας δεν διανοείται να απαιτήσει την εφαρμογή του σήμερα.

Για τους λόγους αυτούς, από πλευράς πρακτικής, στη σημερινή Ευαγγελική Εκκλησία υπάρχει ένα ευρύτατο φάσμα διαφορετικότητας. Υπάρχουν εκκλησίες εξαιρετικά συντηρητικές που κρατούν τις γυναίκες στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής. Οπως υπάρχουν και άλλες, τολμηρά ή και ακραία «προοδευτικές», που έχουν προωθήσει γυναίκες σε θέσεις ποιμένων, ακόμη και επισκόπων. Και φυσικά υπάρχουν και όλες οι ενδιάμεσες θέσεις.

Και βέβαια η Ευαγγελική Εκκλησία είναι γνωστό ότι δεν δεσμεύεται από κάποια «παράδοση» (μια και δεν θέλει να έχει τέτοια). Ακόμη όμως και εκεί που υπάρχουν παραδόσεις είναι λογικό να παραβλέπονται οι σύγχρονες κοσμογονικές εξελίξεις και αλλαγές στην ανθρώπινη κοινωνία που διαφοροποίησαν τόσο ριζοσπαστικά τη θέση των γυναικών γενικά; Ενα ερώτημα κρίσιμο και απαιτητικό, που δύσκολα μπορεί να αποσιωπηθεί πλέον.

Ετσι κι αλλιώς, το θέμα έχει πρόσφατα τεθεί ή, για να το πούμε απλούστερα, «έχει πέσει στο τραπέζι» και μάλιστα από ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι φυσικό να συζητηθεί. Οσο θα περνά ο καιρός το πρόβλημα θα γίνεται και οξύτερο και θερμότερο. Ενα πρόβλημα που χρειάζεται ψύχραιμη, λογική και πνευματική αντιμετώπιση. Με διάλογο, με συζήτηση, με πνεύμα ειρήνης.

Θέλω να ελπίζω ότι τουλάχιστον η Ευαγγελική Εκκλησία θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό και μελλοντικά με εκζήτηση της θείας οδηγίας, με ταπείνωση, με προσευχή. Οπως θα περίμενε από εκείνην ο Ιησούς Χριστός. Οπως θα έκανε στη θέση της ο Απόστολος Παύλος.

Ο κ. Δημοσθένης Κατσάρκας είναι γιατρός και ηγετικό στέλεχος της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.