Αυτή είναι η ιστορία ενός από τα μεγαλύτερα ανείπωτα σκάνδαλα της εποχής μας. Στις ημέρες μας οι λαοί που χρειάζονται περισσότερο από όλους φάρμακα κρίσιμα για την επιβίωσή τους εμποδίζονται να τα παράγουν. Ιδού το πιο πρόσφατο παράδειγμα: Εργοστάσια στον φτωχό κόσμο επιθυμούν απελπισμένα να αρχίσουν να παράγουν το δικό τους, φθηνότερο Τamiflu για να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους, αλλά έχουν ρητές εντολές να μην το κάνουν. Γιατί; Ωστε να μπορέσουν οι πλούσιες φαρμακοβιομηχανίες να προστατεύσουν τους πελάτες και τα κέρδη τους. Υπάρχει εναλλακτική σε αυτό το άρρωστο σύστημα, αλλά επιλέγουμε να την αγνοούμε.

Για να κατανοήσουμε αυτή την ιστορία, πρέπει να ξεκινήσουμε με ένα φαινομενικό μυστήριο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ορθώς προειδοποιούσε εδώ και μήνες ότι αν η νέα γρίπη εξαπλωνόταν στα φτωχότερα τμήματα του κόσμου θα θέριζε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Και όμως, έλεγε επίσης στις κυβερνήσεις του φτωχού κόσμου να μην προχωρήσουν στην παραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερου Τamiflu- του μοναδικού φαρμάκου που καταπραΰνει τα συμπτώματα και ενδεχομένως σώζει ζωές.

Οι κυβερνήσεις μας έχουν επιλέξει εδώ και δεκαετίες τη λειτουργία ενός παράξενου συστήματος για τη δημιουργία φαρμάκων. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου που επιτελούν οι επιστήμονες για να φθάσει ένα φάρμακο ως το τοπικό φαρμακείο γίνεται σε πανεπιστημιακά εργαστήρια με κρατική επιχορήγηση, πληρωμένη από τη φορολογία των πολιτών.

Οι φαρμακοβιομηχανίες συνήθως μπαίνουν στη διαδικασία παραγωγής αργά και πληρώνουν για ένα μέρος των ακριβών αλλά μη δημιουργικών τελευταίων σταδίων της, αγοράζοντας για παράδειγμα χημικές ουσίες ή πληρώνοντας για τις απαιτούμενες κλινικές δοκιμές. Ως αντάλλαγμα, αποκτούν για χρόνια τα αποκλειστικά δικαιώματα παρασκευής και εκμετάλλευσης του φαρμάκου.

Αν και δεν είναι αυτός ο στόχος των ατόμων που εργάζονται μέσα στο σύστημα, το αποτέλεσμα είναι συχνά θανατηφόρο. Στον φτωχό κόσμο το σύστημα κατοχύρωσης της πατέντας στα φάρμακα τα κάνει απρόσιτα για τους αρρώστους, αν οι χώρες τους δεν μπορούν να παρασκευάσουν γενόσημα- αντίγραφα των φαρμάκων που δεν προστατεύονται από πατέντα και είναι εξίσου αποτελεσματικά.

Εδώ έρχεται η λύση για το μυστήριο της νέας γρίπης. Σύμφωνα με έναν κανονισμό που ορίζει ότι στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά πιεστικής έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία θα επιτρεπόταν στις φτωχές χώρες η παρασκευή γενοσήμων, οι χώρες αυτές θα είχαν το δικαίωμα να παρασκευάσουν όσο γενόσημο του Τamiflu ήθελαν. Η Roche όμως, η φαρμακοβιομηχανία που διαθέτει την πατέντα του, δεν θέλει να φτιάχνει ο φτωχός κόσμος τα δικά του, φθηνότερα αντίγραφα αλλά να αγοράζει την πατενταρισμένη εκδοχή του φαρμάκου από την οποία εισπράττει κέρδη. Η Roche έδωσε άδεια σε λίγες εταιρείες του αναπτυσσόμενου κόσμου να φτιάξουν το φάρμακο, με τη διαφορά ότι πρέπει να πληρώσουν για αυτή την άδεια, πράγμα αδύνατον.

Σε αντίθεση με όλους εμάς, ο ΠΟΥ φαίνεται να στηρίζει τη Roche. Οι άνθρωποι του ΠΟΥ είναι οι καταλληλότεροι για να αποφασίσουν σε τι συνίσταται μια εξαιρετικά πιεστική έκτακτη ανάγκη, η οποία να δικαιολογεί την παραβίαση των κανόνων. Το μήνυμά τους ήταν: «Μη χρησιμοποιήσετε το παραθυράκι».

«Γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Εξαιτίας άμεσης ή έμμεσης πίεσης που δέχονται από τις φαρμακοβιομηχανίες» λέει ο καθηγητής Μπρουκ Μπέικερ, ειδήμονας σε θέματα πατέντας φαρμάκων.

Ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα; Οι φτωχές χώρες δεν είναι τόσο προετοιμασμένες όσο θα μπορούσαν να είναι. Αν υπάρξει πανδημία, ο αριθμός των ανθρώπων που θα πεθάνουν θα είναι πολύ μεγαλύτερος απ΄ ό,τι θα μπορούσε να ήταν.

Το επιχείρημα που προέβαλαν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες προς υπεράσπιση αυτού του συστήματος είναι απλό και αρχικώς ακούγεται λογικό: «Πρέπει να χρεώνουμε μεγάλα ποσά για τα φάρμακά “μας” ώστε να μπορέσουμε να αναπτύξουμε νέα σωτήρια φάρμακα. Θέλουμε να δημιουργήσουμε όσο περισσότερες θεραπείες μπορούμε και αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο αν έχουμε εισοδήματα. Πολλές από τις έρευνες που χρηματοδοτούμε δεν οδηγούν στην παρασκευή εμπορεύσιμων φαρμάκων, συνεπώς πρόκειται για μια δαπανηρή διαδικασία».

Παρ΄ όλα αυτά, ενδελεχείς μελέτες αποκαλύπτουν ότι μόνο το 14% του προϋπολογισμού των φαρμακοβιομηχανιών διοχετεύεται στην ανάπτυξη φαρμάκων- συνήθως στο μη δημιουργικό τελικό στάδιο των κλινικών δοκιμών. Το υπόλοιπο πηγαίνει στο μάρκετινγκ και γίνεται κέρδη. Και ακόμη και με αυτό το ισχνό 14% οι φαρμακοβιομηχανίες κατασπαταλούν μια περιουσία δημιουργώντας φάρμακα που έχουν ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα με άλλα προϋπάρχοντα, αλλά έχουν ένα διαφορετικό μόριο. Ετσι δημιουργούν μια νέα πατέντα και εισπράττουν έναν πακτωλό κερδών.

Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες φαρμάκων δεν ξοδεύουν σχεδόν τίποτε για τις ασθένειες που σκοτώνουν τους περισσότερους ανθρώπους, όπως η ελονοσία, διότι τα θύματα είναι φτωχά και δεν κερδίζουν από αυτά.

Υποφέρουμε όλοι από αυτή τη δυσλειτουργία. Η επίτροπος σε θέματα Ανταγωνισμού της ΕΕ κυρία Νέλι Κρους συμπέρανε πρόσφατα ότι οι Ευρωπαίοι πληρώνουν 40% περισσότερο απ΄ ό,τι θα έπρεπε για τα φάρμακά τους εξαιτίας αυτού του «σαθρού» συστήματος- χρήματα που θα μπορούσαν να σώσουν πολλές ζωές αν κατευθύνονταν προς την πραγματική υγειονομική περίθαλψη.

Γιατί διατηρούμε αυτό το σύστημα εφόσον είναι τόσο κακό; Οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν δαπανήσει την τελευταία δεκαετία περισσότερα από 3 δισ. δολάρια σε λομπίστες και πολιτικές «χορηγίες» μόνο στις ΗΠΑ. Εχουν δωροδοκήσει πολιτικούς για να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει προς το συμφέρον τους. Αν αμφιβάλλετε για το πόσο βαθιά φθάνει αυτή η επιρροή, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Γουόλτερ Μπάρτον παραδέχεται ότι το τον τελευταίο νόμο για τη δημόσια υγεία στις ΗΠΑ το 2003 «τον συνέταξαν οι φαρμακοβιομηχανίες» .

Υπάρχει πολύ καλύτερος τρόπος να αναπτύσσουμε φάρμακα, αρκεί να τον υιοθετήσουμε. Προτάθηκε από τον Τζόζεφ Στίγκλιτζ, κάτοχο του Νομπέλ Οικονομίας, και είναι απλός. Οι κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου θα πρέπει να θεσπίσουν ένα Ταμείο με απόθεμα πολλών δισ. δολαρίων το οποίο θα χορηγεί χρηματικά βραβεία στους επιστήμονες που θα αναπτύσσουν θεραπείες ή εμβόλια. Τα μεγαλύτερα βραβεία θα αποδίδονται σε εκείνους οι οποίοι θα ανακαλύψουν θεραπείες για ασθένειες που σκοτώνουν εκατομμύρια ανθρώπους. Μετά την απόδοση του βραβείου, τα δικαιώματα χρήσης της θεραπείας θα είναι δημόσια. Οποιοσδήποτε, οπουδήποτε στον κόσμο, θα μπορεί να παρασκευάζει το φάρμακο και να σώζει ζωές.

Το οικονομικό κίνητρο που παρέχει αυτό το σύστημα στους επιστήμονες είναι το ίδιο με το σημερινό, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα θα δρέπει τα οφέλη του και όχι μόνο ένα ολιγάριθμο μονοπώλιο ιδιωτών και οι ελάχιστοι τυχεροί που μπορούν να πληρώνουν τις παραφουσκωμένες τιμές του. Οι παραλογισμοί του τρέχοντος συστήματος θα έπαυαν.

Δεν είναι φθηνή λύση- θα κόστιζε το 0,6% του ΑΕΠ- αλλά μεσοπρόθεσμα θα γλιτώναμε μια περιουσία, διότι τα συστήματα περίθαλψης δεν θα ήταν πλέον αναγκασμένα να καταβάλλουν τεράστια χρηματικά ποσά στις φαρμακοβιομηχανίες. Στο μεταξύ το κόστος των φαρμάκων θα μειωνόταν δραστικά για τους φτωχούς και θα τα έκανε για πρώτη φορά προσιτά σε δεκάδες εκατ. από αυτούς.

Μολαταύτα οι προσπάθειες αλλαγής του παρόντος συστήματος προσκρούουν στις φαρμακοβιομηχανίες και στις στρατιές τους από λομπίστες. Αυτός είναι λόγος για τον οποίον ο τρόπος που ρυθμίζεται η παραγωγή φαρμάκων σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ακόμη σχεδιασμένος ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μετόχων των φαρμακοβιομηχανιών και όχι την υγεία της ανθρωπότητας.

Η ιδέα της προνομιακής και αποκλειστικής πρόσβασης σε κρίσιμη για την επιβίωση ιατρική τεχνογνωσία, ώστε ελάχιστοι άνθρωποι να μπορούν να κερδίζουν από αυτή, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα της εποχής μας. Πρέπει να διαλύσουμε αυτό το νοσηρό σύστημα. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να παγκοσμιοποιήσουμε το πνεύμα του Τζόνας Σαλκ, του σπουδαίου επιστήμονα ο οποίος εφηύρε το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας αλλά αρνήθηκε να το πατεντάρει, λέγοντας απλώς: «Θα ήταν σαν να κατοχύρωνα πατέντα για τον ήλιο».